ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2020

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,

Τὸ Νέον Ἔτος ἦλθεν !

Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,

«Πρωί, καί λιοπερίχυτη καί λιόκαλ’ εἶναι ἡ μέρα» λέγει ὁ Κωστής Παλαμᾶς.

Πάντοτε, ἀγαπητοί μου, ὁ ἄνθρωπος θαύμαζε καί ἑόρταζε τήν ἀρχή τῆς νέας ἡμέρας, τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου, τήν ἀρχή τοῦ νέου χρόνου, κάθε νέα ἀρχή. Διότι κάθε ἀρχή εἶναι μιά γέννηση καί ὅ,τι εἶναι νέο εἶναι ζωή.

Ζωή, καί ἡ ἀρχή καί δημιουργία τοῦ Ἀνθρώπου. Ὁ Θεός πού εἶναι ἡ Ἀρχή τῶν πάντων, δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔδωσε ἀρχή καί ζωή στό δημιούργημά του.

Δύο εἶναι τά σημαντικά σημεῖα, ὅπως μᾶς παραδίδουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά κατανοήσουμε αὐτή τήν ἀρχή τοῦ χρόνου καί τῆς δημιουργίας πού ξεκινᾶ ἀπό τόν Θεό.

Πρῶτο σημεῖο εἶναι ἡ «δηµιουργία ἐκ τοῦ μή ὄντος». Σύµπασα ἡ κτίση καί ὁ ἄνθρωπος ἀπέκτησαν ἔγχρονη ζωή καί ἦρθαν στήν ὕπαρξη ἀπό τήν ἀνυπαρξία. Αὐτή ἡ θεμελιώδης ἀρχή κάνει ξεκάθαρη τή διαφορά ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν Ἄνθρωπο. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός ὁ ὁποῖος δέν ἔχει χρόνο, δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος ἀλλά δημιουργεῖ τόν χρόνο καί τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό δημιούργημα πού ἀποκτᾶ χρόνο.

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ Θεός «ὁ Ζῶν εἰς τόν αἰῶνα ἔκτισε τά πάντα κοινῇ» κατά τήν Σοφία Σειράχ, πού σημαίνει «Ὁ Θεός, πού ζεῖ αἰώνια, δημιούργησε ὅλα τά πράγματα ἀμέσως». Ὁ χρόνος λοιπόν καί ἡ ζωή ξεκίνησαν καί ἀπέκτησαν διάρκεια «ἀμέσως».

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει γιά τή δημιουργία σάν μιά ἀκαριαία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία δημιουργήθηκαν ἀπό τήν ἀρχή ὅλες οἱ καταβολές τῶν ὄντων. Καί ἔπειτα ἀρχίζει ἡ δυναμική ἐξέλιξη τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς.

Ὁ Ἅγιος πατήρ γιά νά μᾶς ἐξηγήσει αὐτή τή στιγμή τῆς Δημιουργίας ἀπό τόν Θεό χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ὡραία φράση: ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν κόσμο «ἐν ἀκαρεῖ»! Ἀκαριαῖα δημιούργησε τόν κόσμο. Ἡ ἀρχή τοῦ κόσμου ὅλου ἔγινε ξαφνικά καί ἀκαριαία. Ὅµως, ἀπό τή στιγµή πού ἡ κτίση ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει, τότε ξεκινᾶ καί ἡ ροή τοῦ χρόνου. Καὶ ὅλη ἡ περαιτέρω ἐξέλιξη εἶναι μιά διαρκής κίνηση. Μιά κίνηση πού μαρτυρᾶ πώς ὅλη ἡ δημιουργία, ὅλα τά κτιστά ὄντα ὑπόκεινται στόν χρόνο.

Τά ὄρη, οἱ ὠκεανοί, τά δέντρα καί τά ζῶα, ὅλο τό φυσικό καί ζωϊκό βασίλειο, καί ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτιστά δηµιουργήµατα. Ὅλα τά ὁρατά καί τά ἀόρατα εἶναι κτιστά δημιουργήματα. Ὁλόκληρη λοιπόν ἡ κτίση, ἔρχεται ἐξίσου ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη παρά τίς διαφορές πού µπορεῖ νά ὑπάρχουν μεταξύ τῶν ὄντων.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μέ μεγάλη ἀκρίβεια κάνει μιά παρατήρηση καί διευκρίνιση ἐδῶ. Μᾶς λέει ὅτι ἐφόσον ὅλη ἡ κτίση ταυτόχρονα ἄρχισε νά ὑπάρχει – ὅπως εἴπαμε «ἐν ἀκαρεῖ» – ἀκαριαία ἑποµένως ἀπέκτησε χρόνο καί ὕλη. Ὁ χρόνος καί ἡ ὕλη εἶναι τά δύο χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς αἰσθητῆς φύσεως πού ὅλοι βλέπουμε γύρω μας.

Ὅμως, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιά νά κατανοήσουμε τόν λόγο τῆς δημιουργίας καί τῆς σωτηρίας μας πρέπει νά καταλάβουμε πρῶτα ἕνα πολύ κεντρικό σημεῖο. Δέν εἶναι πρωτίστως ἡ ὕλη ποὺ μᾶς κάνει νά διαφέρουμε ἀπό τό Θεό ἀλλά ὁ χρόνος.

Ἡ προέλευσή μας ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη.

Δηλαδή ἡ ἀρχή μας στόν χρόνο.

Καί αὐτό διότι ὁ Θεός μέ τή βούλησή του καί ἐξαιτίας τῆς ἄπειρης Ἀγάπης του μᾶς ἔδωσε τή ζωή καί τόν χρόνο. Ἡ προέλευση τῶν πάντων «ἐκ τοῦ μή ὄντος» – ἀπό αὐτό πού δέν εἶναι ὄν, ζωντανό, δέν ὑπάρχει – ἔγινε ἀπό τόν Θεό διά τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.

Τά ὄντα δέν προέρχονται ἀπό τή θεία οὐσία, δὲν εἶναι καί δέν ἔχουν δηλαδή ἴδια φύση μέ τόν Θεό. Ἀλλά λαµβάνουν τήν ὕπαρξή τους «διά τῆς κτίσεως» ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἡ διάκριση κτιστοῦ ἀνθρώπου καί ἀκτίστου Θεοῦ θεωρεῖται ὡς πρωτεύουσα σέ ὁλόκληρη τήν πατερική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀποτελεῖ τή βάση γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῆς σχέσης ἀνθρώπου καί Θεοῦ.

Γιατί ὅμως εἶναι τόσο πολύ σημαντικό τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε δίνοντάς μας τόν χρόνο;

Ὅλη ἡ ἐξέλιξη ἀλλά καί ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου στηρίζεται ἀκριβῶς σέ αὐτή τήν προέλευση «ἐκ τοῦ μή ὄντος» εἰς τόν χρόνο. Ὅλα λοιπόν ξεκινοῦν ἀπό τόν χρόνο ἀλλά δέν τελειώνουν σ’ αὐτόν.

Ὁ χρόνος εἶναι ζωή. Μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ζοῦμε. Γεννιόμαστε, ἀναπτυσσόμαστε, χαιρόμαστε, ἀγαπᾶμε, λυπόμαστε, γερνοῦμε, μέσα στόν προσωπικό μας χρόνο. Αὐτός εἶναι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς.

Ὁ χρόνος εἶναι διάρκεια. Περπατοῦμε στόν δρόμο, συναντιόμαστε μέ δικά μας πρόσωπα, δουλεύουμε, προσευχόμαστε. Ὅλα διαρκοῦν καί ὅλα ἔχουν τόν χρόνο τους.

Ὁ χρόνος εἶναι ἕνα διάστημα. Ἕνα διάστημα πού μεσολαβεῖ ἀνάμεσα σέ μιά ἀρχή καί ἕνα τέλος. Ἡ ἡμέρα ἀρχίζει μέ τήν ἀνατολή καί τελειώνει μέ τή δύση, ἡ ἴδια ἡ βιολογική ζωή μας ἀρχίζει μέ τή γέννηση καί τελειώνει μέ τόν θάνατο.

Ὁ χρόνος ἔχει πάντοτε προοπτική κι ἔτσι ἡ ζωή μας ἔχει πάντοτε ἕναν σκοπό. Προσευχόμαστε μέσα στόν προσωπικό μας χρόνο γιά νά συναντήσουμε τόν Κύριο, γνωρίζουμε ἕναν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἀγαπήσουμε, θρεφόμαστε γιά νά κρατήσει τό σῶμα μας στόν χρόνο.

Ὁ χρόνος λοιπόν εἶναι μιά διαρκής κίνηση, αὐτός μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἐξελισσόμαστε καί νά ἀναπτυσσόμαστε, νά μεταβαλλόμαστε καί νά ἀλλοιωνόμαστε συνεχῶς. Πρόκειται γιά μιά δηµιουργία ποὺ συνεχῶς ἐξελίσσεται καί δέν παραμένει ποτέ στατική. Δέν ἔχει στατικότητα ἀλλά ἔχει μιά δυναμικότητα ἡ δημιουργία, πού ἀφενός ὑποδηλώνεται ἀπό τή διαρκή κίνηση, καί ἀφετέρου ἔχει τήν καταβολή της σέ αὐτό τό πέρασµά της ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη.

Αὐτή ἡ ἐξελικτική πορεία εἶναι ἡ εὐκαιρία καί ὁ δρόμος πρός τή σωτηρία μας.

Νά λοιπόν γιατί ἐνῷ ὑπόκειται ὁ ἄνθρωπος στόν χρόνο τήν ἴδια στιγμή ἀνοίγεται ἐξαιτίας τοῦ χρόνου μπροστά του ἡ Σωτηρία του.

Ὁ Θεός ἔφερε τόν ἄνθρωπο στόν κόσμο καί στόν χρόνο καί μᾶς ἔδωσε τόν χρόνο γιά νά γυρίσουμε κοντά Του καί νά ὁμοιωθοῦμε μέ Ἐκεῖνον. Καί ἡ εὐκαιρία αὐτή δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τή Χάρη του. Ἐπειδή ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα Του, εἴμαστε φτιαγμένοι νά γίνουμε θεοί κατά χάρη, νά ὁμοιωθοῦμε μέ τόν Θεό καί νά κατοικήσει ὁ Θεός μέσα μας.

Ὁ χρόνος εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς θεώσεώς μας. Βεβαίως πορευόμαστε τόν δύσκολο δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅμως τά πάντα στή ζωή μποροῦν νά μεταβληθοῦν «εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὁ χρόνος εἶναι πραγματικός καί δημιουργικός μονάχα ὅταν, ταξιδεύοντας μέσα σέ αὐτόν, ὁ ἄνθρωπος προχωράει μέσα στήν ἕνωση τῆς δικῆς του ζωῆς μέ αὐτή τῶν ἄλλων καί μέ τήν ἄπειρη ζωή τοῦ Θεοῦ. Στήν αἰωνιότητα φτάνουμε μόνο περνώντας μέσα ἀπό τόν χρόνο ὡς ἕνα ἀληθινό ταξίδι – ὄχι προσπαθώντας νά ξεφύγουμε ἀπό αὐτόν. Καί περνᾶμε μέσα ἀπό αὐτό τό πραγματικό μεσοδιάστημα, μόνο στόν βαθμό πού ἑνώνουμε τούς ἑαυτούς μας ἐν ἀγάπῃ μέ τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ χρόνος τότε γίνεται γιορτή καί δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Γιορτάζουμε γιά τήν ἀρχή τῆς νέας ἡμέρας, τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου, τήν ἀρχή τοῦ νέου χρόνου, κάθε νέα ἀρχή. Διότι κάθε ἀρχή εἶναι μιά γέννηση καί ὅ,τι εἶναι νέο εἶναι ζωή.

Καί, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἐφιστώντας μας τήν προσοχή:

«Ὅταν λοιπὸν ἔχεις καθαρή τή συνείδηση, ἔχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι μέ καλές ἐλπίδες καί ἐντρυφᾶς στήν προσδοκία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν· ὅπως, ὅταν δέν ἔχεις παρρησία κι ἔχεις πέσει σέ πολλά ἁμαρτήματα, ἀκόμη κι ἂν εἶναι μύριες γιορτές καί πανηγύρια δέν θά ‘σαι σέ καθόλου καλύτερη θέση ἀπό ἐκείνους πού πενθοῦν. Διότι, τί ὄφελος ἔχω ἐγώ ἀπό τή λαμπρή μέρα, ὅταν τήν ψυχή μου τή σκοτίζει ἡ συνείδηση; Ἃν λοιπόν θέλεις νά ‘χεις καί κάποιο κέρδος ἀπό τήν πρωτομηνιά, κάνε τό ἑξῆς. Ὅταν βλέπεις ὅτι συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, εὐχαρίστησε τόν Κύριο, διότι σέ ἔβαλε σ’ αὐτή τήν περίοδο τῶν ἐτῶν. Θά σοῦ πάει καλά ὅλη ἡ χρονιά, … ἂν καί τήν πρώτη τοῦ μηνός καί κάθε μέρα κάνεις αὐτά πού ἀρέσουν στόν Θεό…. Δημιούργησε κατάνυξη στήν καρδιά σου, ξαναλογάριασε τόν χρόνο τῆς ζωῆς σου, πές στόν ἑαυτό σου: Οἱ μέρες τρέχουν καί περνοῦν, τά χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος τοῦ δρόμου προχωρήσαμε. Ἄραγε τί καλό κάναμε; Μήπως ἄραγε φύγουμε ἀπό δῶ ἄδειοι κι ἀπογυμνωμένοι ἀπό κάθε ἀρετή; Τό δικαστήριο εἶναι κοντά, ἡ ζωή μᾶς τρέχει πρός τό γῆρας».

Εὐχόμεθα ὁ χρόνος, ἡ νεότης καί τό γῆρας νά εἶναι γιά ὅλους ἡ εὐκαιρία νά δημιουργήσει αὐτό τό νέον ἔτος, ἀλλά καί κάθε νέον ἔτος, κάθε νέα ἡμέρα καί νέα στιγμή, ἀκαριαία, ἕνα νέο ἄνθρωπο, τόν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.

Καλό καί εὐλογημένο νέον ἔτος!

Μετὰ πατρικῶν εὐχῶν!

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΣΑΣ

 

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ