Πρώτη προσπάθεια εἶναι ἡ μετάνοια. Ἄν μέσα στήν καθημερινή βιοτή εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ πολυδιάσπαση γιά τίς βιοτικές μέριμνες πού εἶναι ἀναγκαῖες καί ἀπαιτοῦν μεγάλη δύναμη καί προσπάθεια νά ἔρθουν σέ πέρας, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καί παλεύει στόν κόσμο αὐτό μέ δυσκολίες καί ἀβεβαιότητες, ἐν κόπω καί μόχθω νύκτα καί ἡμέρα, ἐντούτοις ὀφείλει νά ἀναζητᾶ “τήν ψυχή του βαθιά”. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπανεκτίμηση τῶν σφαλμάτων καί τῶν ἀποτυχιῶν στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄλλο ἄνθρωπο καί στή σχέση του μέ τόν Θεό. Εἶναι ἡ βέβαιη αἴσθηση καί ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀσθένειάς μας. Ἡ μετάνοια δέν ἐκφράζει μία ψυχολογική ἀδυναμία, οὔτε εἶναι μία λογική ἐκτίμηση γιά τό πόσα λάθη ἔγιναν σήμερα, οὔτε ἐπίσης εἶναι ἕνας ἐνοχικός κρύφιος αὐτοέλεγχος πού πιθανότατα θά δικαιολογήσει γιά μία ἀκόμη φορά τό ἐγώ μας. Ἄν ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἔχει συνηθίσει νά μή λογοδοτεῖ, νά μήν ἀπολογεῖται καί νά ἀψηφᾶ τόν Δημιουργό του, ἡ μετάνοια πού δίδεται ἀπό τόν Θεό ὡς χάρη, ὡς “δεύτερο βάπτισμα”, “βάπτισμα μετανοίας” κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, εἶναι μία θαρραλέα ἀπόφαση καί πράξη: ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπίγνωση καί συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, λογοδοτεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του μέ συνείδηση, ἀπολογεῖται στόν Θεό μέ ταπείνωση καί ζητᾶ τό ἔλεός Του μέ παρρησία. Μετάνοια εἶναι ἡ συνειδητοποίηση καί καθομολόγηση τῶν αἰτιῶν πού διέκοψαν καί ἀνέστειλαν τή σχέση μας μέ τόν Ἀγαπημένο Κύριο, καί ταυτόχρονα εἶναι ἡ παρακλητική αἴτηση ἐπανασύνδεσης μαζί Του. Ὁ ἄνθρωπος πού βρίσκεται ἐν μετανοίᾳ ἔχει τήν στάση τοῦ Ἀδάμ πού βλέπουμε στήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Γονυκλινής ἐκτείνει τά χέρια του μπροστά στόν Ἀναστημένο Χριστό τά ὁποία Ἐκεῖνος κρατᾶ σφικτά ἐξαιτίας τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του, αἴροντας τόν ἀπό τόν θάνατο καί τό σκότος τοῦ Ἅδη πρός τή Ζωή καί τό Ἅγιο Πρόσωπό Του.

Μέ τόν τρόπο αὐτό λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος μέσα σέ αὐτήν τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς αἰτεῖται πρός τόν Θεό. Αἰτεῖται καί ζητᾶ τό ἔλεος καί τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στόν αἰώνα τοῦτο ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πνέει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο γιά νά στέκει ὄρθιος καί νά ὑπάρχει. Ἄν ἡ πρωτοβουλία γιά τόν πνευματικό ἀγώνα ἀνήκει στόν ἄνθρωπο, ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός ἀγώνας ἀνήκει στό Ἅγιο Πνεῦμα. Παράκλητος σημαίνει καί εἶναι Αὐτό τό Πρόσωπο πού δίνει δύναμη, πού φέρνει χαρά καί παρηγοριά, πού ἁγιάζει τούς πάντες καί τά πάντα. Καί πράγματι, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Αὐτό τό Πρόσωπο πού παρηγορεῖ τόν ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ποθεῖ νά βρεῖ τόν τρόπο νά ξαναενωθεῖ μέ τόν Θεό. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Αὐτό τό Πρόσωπο πού ἐπιδαψιλεύει δύναμη γιά νά ἀναδυθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν σκοτεινιά πού γεμίζει τήν ψυχή του. Διότι αὐτή ἡ σκοτεινιά εἶναι ἡ καταθλιπτική ἄρνηση τῆς χαρᾶς. Καί τό Ἅγιο Πνεῦμα φέρνει τήν χαρά τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά χαιρόμαστε κατά Θεόν, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἤξερε νά χαίρεται ἐν μέσω διωγμῶν, βασάνων, λιμοῦ καί φόβου. Τό Ἅγιο Πνεῦμα λοιπόν εἶναι πού θά πάρει ὅ,τι εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί θά μᾶς τό φανερώσει. Τό φανερώνει σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους πού θά ἀγωνιστοῦν, θά πιστέψουν καί θά αἰτηθοῦν πρός τόν Θεό. Διότι ὁ Θεός ψάχνει τρόπο νά σώσει τόν ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο καί νά τόν καλέσει στό ἴδιο Τραπέζι μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό.

Ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος λοιπόν μέσα σέ αὐτήν τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς αἰτεῖται τή Χάρη γιά νά φτάσει στή Μεγάλη καί Λαμπρή Συνάντηση μέ τόν Σταυρωμένο καί Ἀναστημένο Θεό.

Ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μᾶς εἶναι τό κέντρο, ἡ κοινή τράπεζα ὅλων μας, ἐκεῖ πού πάντοτε μᾶς συντροφεύει ὁ Χριστός στήν Μεγάλη καί Λαμπρή Συνάντηση. Κάθε ἡμέρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁδηγεῖ μέ ἀκρίβεια στήν κορυφαία καί σωτήρια συνάντηση μέ τόν Ἀναστημένο Χριστό. Ἄν ἡ ἐποχή μᾶς χαρακτηρίζεται ἀπό τήν προσπάθεια κατάργησης τῶν ἑορτῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀντικατάστασή τους ἀπό τίς ἑορτές τῶν ἀνθρώπων, πολιτιστικοῦ καί παγανιστικοῦ χαρακτήρα, δέν πρόκειται γιά κάτι ἄλλο παρά γιά τήν ἄρνηση αὐτῆς τῆς Μεγάλης καί Λαμπρῆς Συνάντησης μέ τόν Χριστό. Ὁ ἐφησυχασμός, ἡ τρυφηλότητα καί ἡ μυωπική αὐτάρκεια τοῦ ἀνθρώπου ἀρνοῦνται αὐτή τή Συνάντηση, ἀρνοῦνται τήν γιορτή τῆς μεγάλης χαρᾶς.

Ποιοί εἶναι ὅμως οἱ ὄροι πού ματαιώνουν τήν Μεγάλη καί Λαμπρή Συνάντηση; Ὅπως λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος στήν προσευχή πού διαβάζουμε τήν περίοδο αὐτή τό “πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας” εἶναι οἱ “καθημερινές ἀσθένειες” τοῦ ἀνθρώπου οἱ ὁποῖες ἄν δέν προληφθοῦν φθείρουν συνεχῶς τήν ψυχή του.

Διότι ἡ ἀργία, δηλαδή ἡ ραθυμία καί ἀκηδία, δημιουργεῖ βραδύτητα καί ἀκινησία στόν ἄνθρωπο. Μέ τή ραθυμία ὁ ἄνθρωπος δέν ξεκουράζεται ἀλλά βαραίνει. Παύει νά κινεῖται, παύει νά θέλει νά πάει στή Μεγάλη καί Λαμπρή Συνάντηση μέ τόν Χριστό.

Ἡ περιέργεια φανερώνει ἕνα αἴσθημα ἀνεπάρκειας, μία ἔλλειψη, ἕνα ψυχικό κενό, τό ὁποῖο μέ τή σειρά τοῦ παρακινεῖ τόν ἄνθρωπο νά τό γεμίσει μέ πληροφορίες πού τόν κάνουν ἀκόμη περισσότερο περίεργο καί βεβαίως λιγότερο σοφό καί σώφρονα. Γεμίζει τό κενό μέ κενό καί ὄχι μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι ἄν γεμίζει μέ τήν παρουσία Τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος προετοιμάζεται γιά τή Μεγάλη καί Λαμπρή Συνάντηση μέ τόν Χριστό.

Ἡ φιλαρχία πάλι, εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ταυτότητος τοῦ ἀνθρώπου, ἕνας ἀποπροσανατολισμός ἀπό τό “ποιός” εἶναι ὁ Θεός καί “ποιός” ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ μεγάλος πειρασμός τῆς ἐξουσίας ἐπί ἀνθρώπου καί κόσμου. Βλέπει ἀφ’ ὑψηλοῦ, ὡς θεός, τόν πλησίον, αἰσθάνεται πάντοτε ὅτι διαθέτει κάτι καλύτερο ἀπό τόν ἄλλο καί ὑπό αὐτή τήν αὐταπάτη δέν ἔχει κανέναν λόγο νά συναντήσει τόν Θεό ἀρνούμενος τή Μεγάλη καί Λαμπρή Συνάντηση.

Τέλος, ἡ ἀργολογία εἶναι αὐτή πού συμπαρασύρει καί ἀποδιοργανώνει πλήρως τήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτός μέ ἀδιακρισία καί ἀμετροέπεια ἐκφέρει πολυλογία φλύαρη καί περιττή, ἀντί νά συγκρατεῖ καί νά συγκροτεῖ μυστικά καί μέ πνευματική ἡσυχία τόν λόγο του καί τόν ἑαυτό τοῦ προετοιμαζόμενος γιά τήν Μεγάλη καί Λαμπρή Συνάντηση.

Ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια, ἡ φιλαρχία καί ἡ ἀργολογία, λοιπόν, εἶναι οἱ ὄροι πού ψυχραίνουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀντιθέτως θερμαίνουν τή συνειδητή ἀδιαφορία, τήν ἀπαξίωση, καί τό ἀνικανοποίητό του ἀνθρώπου. Εἶναι οἱ ὄροι τῆς ἄρνησης τῆς Θείας Χάριτος. Εἶναι οἱ ὄροι τῆς τραγωδίας τοῦ ἀπαγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος μέσα σέ αὐτήν τήν ἀγωνιστική περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀγαπητοί μου, ἔχει νά ἐπιτελέσει ἕνα δύσκολο ἔργο τό ὁποῖο θέλει θάρρος καί αὐτοέλεγχο: νά ἀντιστρέψει τούς ὅρους καί νά κυβερνήσει τόν ἑαυτό του. Κι αὐτό θέλει σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, ὑπομονή καί ἀγάπη. Θέλει μετάνοια καί φιλακολουθία. Θέλει ἄσκηση καί νηστεία.

Ἔτσι θερμαίνουμε τήν καρδιά μας οἱ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου. Ἔτσι αἰτούμεθα τήν Χάρη τοῦ Παρακλήτου. Ἔτσι συναισθανόμαστε, συγχωροῦμε καί ἀγαποῦμε τόν πλησίον μας. Γιά νά μπορέσουμε στό τέλος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νά φτάσουμε στήν Μεγάλη καί Λαμπρή Συνάντηση τῆς Ἀναστάσεως, στήν Ἑορτή τῶν ἑορτῶν, στήν Κοινή Τράπεζα τοῦ Πάσχα ὅπου “ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλά τούς μετέχοντας ἁγιάζων” Ἀναστημένος Χριστός μας μᾶς ἀναμένει μέ ὅλη Του τήν Ἀγάπη γιά τήν σωτηρία μας.

Καλή καί εὐλογημένη Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ