ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2015

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ

ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ

ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Τέκνα ἀγαπητά καί περιπόθητα,

Εἰσερχόμεθα σὲ ἕνα ἀκόμη “νέον ἔτος” ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ πορευόμεθα στὸν ἴδιο χρόνο ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας ὅταν «εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία».

Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ νέος χρόνος, ποὺ περιγράφεται στὴν πρώτη διήγηση τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως. Εἶναι ἡ πρώτη καὶ νέα ἡμέρα, ἡ ἀρχὴ τοῦ χρόνου ἀπὸ τὴν ὁποία ξεκίνησε ἡ ζωή.

Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε λοιπόν, ἀγαπητοὶ μου, τὸν νέον χρόνον πρέπει νὰ ἀνατρέξουμε στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ χρόνου καὶ στὸν λόγο ποὺ ὑπάρχει χρόνος κατὰ τὴν δημιουργικὴ ἀρχή του ἀπὸ τὸν Θεό.

«Εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς». Ἀπὸ τὸ φῶς λοιπὸν θὰ ἀρχίσει ἡ ζωή. Ἀπὸ τὸ φῶς θὰ φωτισθεῖ ὁ κόσμος. Μὲ τὸ φῶς θὰ πορευθεῖ ἡ κτίση ὅλη, ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς Δημιουργίας ὣς τὰ ἔσχατα. Καὶ ἡ ἐναλλαγὴ ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ τὸ σκότος, ἡ διαδοχὴ τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὴ νύχτα θὰ διαμορφώσει τὸν μετρήσιμο χρόνο ποὺ ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐπίγειο χρόνο τῆς ζωῆς του.

Ἡ Δημιουργία ἄρχισε μὲ τὸ φῶς τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς εἶδεν ὅτι εἶναι «καλόν». Αὐτὸ τὸ «καλὸν» σημαίνει ὅτι στὴν ἀρχὴ τὸ φῶς καὶ στὴν συνέχεια ὅλη ἡ δημιουργία ἔχουν μέσα τους τὴν «ἐναποτεθεῖσα δύναμη» ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἔχουν τὸν λόγο τῆς δημιουργίας τους. Ὅλη ἡ Δημιουργία εἶναι προικισμένη μὲ μιὰ δημιουργικότητα καὶ ζωτικότητα. Διότι ὁ Θεὸς διὰ τῶν Ἐνεργειῶν Του ἐναπόθεσε ἐντὸς τῆς κτίσεως τὴν ζωτικὴ καὶ δημιουργικὴ δύναμη γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς Δημιουργίας. Καὶ ταυτόχρονα παραχώρησε μιὰ σωτηριώδη εὐκαιρία γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ χρόνος τῆς παρουσίας μας στὴ Δημιουργία, ὁ «βραχὺς αἰών» ὅπως λέγει ὁ Εὐριπίδης, συμπυκνώνει τὴν εὐκαιρία μας γιὰ τὴν αἰωνιότητα.

Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ σημασία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ὁ λόγος τῆς παρουσίας Του καὶ τῆς Ἐνσαρκώσεώς Του. Μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του ὁ Κύριος «ἐνεχρονίσθη» καὶ «ἐνεχωρήθη», ἔγινε ὁ Ἴδιος ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος μας. «Χώρα ζώντων» ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός. Σαρκώθηκε καὶ μὲ τὴν Σάρκα Του ἦλθε σὲ ὅλες τὶς καταστάσεις μας, στὸ χρόνο καὶ στὸ χῶρο μας, καὶ μᾶς δίνεται συνεχῶς στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν Θεία Κοινωνία μέσα στὸν χρόνο μας ὡς πρόγευση μετοχῆς, ὡς ἀρραβώνας τῆς αἰωνίου Ζωῆς.

Εἶναι ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε διαρκῶς ὅτι ὡς ἄνθρωποι ἔχουμε αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζουν δερμάτινους χιτῶνες δηλαδὴ τὴν κτιστότητά μας καὶ τὴν χρονικότητά μας, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἔχουμε καὶ τὴν προοπτικὴ ὡς εἰκόνες Θεοῦ τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν, δηλαδὴ τῆς δυνατότητας καὶ τῆς ἱκανότητας νὰ θεωθοῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὸν χρόνο καὶ τὸ χῶρο. Ἐπειδὴ ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο λοιπὸν ἡ δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεό, τῆς ζωντανῆς συνάντησης μὲ τὸν ἀγαπημένο Χριστὸ ἡ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μεταξὺ ζῶντος Θεοῦ καὶ ζῶντος ἀνθρώπου εἶναι ἄμεση, δὲν μεσολαβεῖ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει δημιουργηθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν χῶρο καὶ τὸ χρόνο. Αὐτὰ ὑπάρχουν ὡς διαστάσεις καὶ ὅρια στὸν ἄνθρωπο. Κι ἐμεῖς ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καλούμεθα νὰ ὑπερβοῦμε τὰ ὅριά μας, τὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο νὰ τὰ μεταμορφώσουμε γιὰ νὰ θεωθοῦν καὶ αὐτὰ μέσα μας ἐν Χριστῷ.

Στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ φυσικοὶ περιορισμοὶ παρέρχονται καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερώνεται ἀπὸ αὐτούς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς ἀπελευθερώνει κρατώντας μας ἀπὸ τὸ χέρι. Μαζὶ λοιπόν, εἰσέρχεται καὶ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος, διὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο στὴν αἰωνιότητα.

Ἡ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μεταξὺ ζῶντος Θεοῦ καὶ ζῶντος ἀνθρώπου ὅπως εἴπαμε εἶναι ἄμεση ὅταν ἔχουμε δυνατὴ πίστη καὶ ἀγαποῦμε μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ καὶ τὴ διάνοιά μας τὸν Θεό. Στὴ σχέση μας αὐτή, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπεμβαίνουμε στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο.

Ἂς δοῦμε δύο παραδείγματα τέτοιας ἐπέμβασης. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ τοῦ διαδόχου τοῦ Μωυσῆ, περίπου τὸν 15ο αἰώνα πρὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, στὴν πόλη Γαβαὼν ἐγγὺς τῆς Ἱερουσαλὴμ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν λαό του ὁ ὁποῖος μαχόταν γιὰ νὰ φτάσει στὴ Χαναάν, τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ μὲ πίστη στὸ Θεὸ προσευχήθηκε καὶ εἶπε: «Στήτω ὁ ἥλιος, κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη», ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη. «Ἔστη ὁ ἥλιος κατὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ καὶ οὐκ ἐγένετο ἡμέρα τοιαύτη οὐδὲ τὸ πρότερον οὐδὲ τὸ ἔσχατον, ὥστε ἐπακοῦσαι Θεὸν ἀνθρώπου», καὶ πράγματι ὁ ἥλιος σταμάτησε ἀκίνητος στὸ μέσον του οὐρανοῦ ἐπὶ μία ὁλόκληρη ἡμέρα. Τόσο μεγάλη καὶ ἐπιφανὴς ἡμέρα δὲν ἔγινε ποτὲ προηγουμένως, οὔτε στὸ ἀπώτατο οὔτε στὸ ἐγγὺς παρελθόν, καὶ τόσο μεγάλο θαῦμα νὰ ἀκούσει δηλαδὴ ὁ Θεὸς τέτοια αἴτηση ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἔγινε δὲ αὐτὸ τὸ πρωτοφανὲς καὶ μοναδικὸ θαῦμα, διότι ὁ Κύριος ἦταν μαζὶ μὲ τὸ περιούσιο λαό Του.

Ἀλλὰ καὶ τὸ 16ο αἰώνα μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅταν ὁ Πατριάρχης ἅγιος Ἰωακεὶμ ὁ Πάνυ, δηλ. ὁ μέγας, κλήθηκε ἀπὸ τὸν Σουλτάνο νὰ ἀποδείξει τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν εἰδάλλως θὰ ὁδηγοῦσε ὅλο τὸ ποίμνιο καὶ ἐκεῖνον σὲ σφαγή. Καὶ τοῦ ἔθεσε ὡς πρόκριμα τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας τοῦ λόγου στοῦ Κυρίου «ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβα ἔνθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται». Ἂν ἔχετε ἀληθινὴ πίστη ὅσο ἕνας κόκκος συνάπεως μπορεῖτε νὰ μετακινήσεται ἕνα βουνό. Καὶ ὁ ἅγιος Πατριάρχης Ἰωακεὶμ μὲ τὸ ποίμνιό του προετοιμασθεὶς τριημέρως διὰ νηστείας καὶ προσευχῆς, παρέστη στὸ σημεῖο ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε καὶ ἐνώπιον τοῦ Σουλτάνου ἐποίησε τὸ μέγα ἐκεῖνο θαῦμα, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου μετατοπίσας τὸ ἀπέναντι ὄρος, τὸ ὁποῖο ἕως σήμερα ὀνομάζεται «ντοῦρ ντὰγ» ποὺ θὰ πεῖ «στάσου, σταμάτα ὄρος».

Βλέπουμε λοιπόν, ἀγαπητοὶ, ὅτι ὑπακούοντας στὸν Θεό, ἀναζητώντας μὲ λαχτάρα τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, κάνοντας μοναδικὸ καὶ ὕψιστο μέλημα τῆς ζωῆς μας τὴν συνάντηση μαζὶ Του, ἡ ζῶσα ἐμπειρία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ μας, μᾶς κάνει νὰ ἐπεμβαίνουμε μὲ τὴ Χάρη Του στὶς φυσικὲς συνθῆκες τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου.

Ὄχι βεβαίως γιὰ νὰ ἐπιδείξουμε τὶς δυνατότητες τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως πολὺ συχνὰ ἀκοῦμε στὶς μέρες μας ὅτι χρειάζεται νὰ κάνουμε, δηλαδὴ νὰ ἀποδείξουμε τί εἶναι ὁ Ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀντιθέτως γιὰ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος εἶναι ὁ οἶκος μας, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ζοῦμε. Εἴμαστε στὸν οἶκο τοῦ Πατρός μας ἀλλὰ πρωτίστως θέλουμε τὸν Πατέρα μας καὶ ὄχι τὸν οἶκο. Βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν κόσμο μας, τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο μας μέσα στὴ μεγάλη εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὸν οἶκο τοῦ Πατέρα μας, οἶκο στὸν ὁποῖο ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἔνοικος, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, «οἶκον ἔχων τὸν Θεὸν ἔνοικον». Ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς εἶναι ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος τοῦ Θεοῦ.

Ἂς ἔχουμε λοιπὸν τὸν γλυκὺ καὶ ἀγαπημένο Θεὸ ἔνοικό μας, ὥστε κάθε ἔτος τῆς ζωῆς μας νὰ εἶναι ἕνα νέον ἔτος ποὺ θὰ λαμπρύνεται ἀπὸ τὸ Φῶς καὶ τὴ Χάρη Του.

 

Χρόνια πολλά μέ ὑγεία καί εὐλογίες!

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ