ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 19 Νοεμβρίου 2021

Παρατίθεται κατωτέρω ἡ εἰσήγησις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ εἰς τό Γ΄ Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων τήν Παρασκευή 12 & Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021 μέ θέμα «Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας στούς ἀγῶνες  τῶν Ἑλλήνων γιά τήν Ἐλευθερία τους ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό» (Ἑορτασμός τῶν 200 χρόνων ἀπό τό 1821)

Ἡ Ἐκκλησία ὡς μήτρα τῆς παλιγγενεσίας

Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας ὡς προκύπτει ἀπό τά πρῶτα Συντάγματα

Μητροπολίτου Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

To 2021 ἀποτελεῖ ἕνα ἐπετειακό ἔτος γιά τήν Πατρίδα μας, καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.

Ἕνας ἐπετειακός ἑορτασμός πού μετατρέπει τή μνήμη σέ πολιτιστική καί πνευματική παρακαταθήκη, σέ νοηματοδοτοῦσα δύναμη τῆς ταυτότητας τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ μπροστά στά ἀμείλικτα ἐρωτήματα καί τά ἀνεπίλυτα προβλήματα τοῦ σύγχρονου κόσμου. Μέ τόν ἑορτασμό λοιπόν τῶν 200 χρόνων ἀπό τήν Ἐθνεγερσία, τό ξεκίνημα ἀλλά καί ὅλος ὁ Ἀγῶνας μετουσιώνεται σέ Νόημα ζωῆς γιά τό μέλλον τῆς Πατρίδας. «Πατρίδα νά θυμᾶσαι ἐσύ αὐτούς ὅπου, διά τήν τιμήν καί τήν λευτερίαν σου, δέν λογαρίασαν θάνατο καί βάσανα» ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης.

Ἡ ἐπιβίωση καί ἡ εὐδοκίμηση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ὅπως διαβάζουμε στίς ἱστορικές πηγές ἑξαρτιόταν κυρίως ἀπό τήν ἰδιοπροσωπία τοῦ Γένους.  Αὐτή τήν ἰδιοπροσωπία πού καθόριζαν τρεῖς βασικοί ὄροι: ἡ πίστη, ἡ ἐλευθερία καί ἡ γλῶσσα. Ἰδιοπροσωπία πού εἶχε δομηθεῖ ἐπί τή βάση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν “θεοκέλευστον συζυγία” ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ Σπυρίδων Ζαμπέλιος.

Ἡ ἰδιοπροσωπία τοῦ Γένους δέν ἀποτελεῖ μυθολογικό ἰδεολόγημα οὔτε τήν διατρέχει ἕνας ἰδεολογικός φορμαλισμός, τουναντίον ἐνσαρκώνεται ὡς βίωμα στά πρόσωπα τῶν ἁπλῶν Ἑλλήνων, στά πρόσωπα τῶν πολύπαθων ἀγωνιστῶν, ἀφανῶν καί γνωστῶν ἡρῴων, στά γεγονότα πού συνθέτουν καί περιγράφουν τήν θυσιαστική συνείδηση τῶν Ἑλλήνων, καί τέλος στόν λόγο καί τήν γλῶσσα. Βίωμα καί λόγος διατυπώνονται στά κείμενα, στά ἀπομνημονεύματα, στίς Προκηρύξεις καί τά Σύμφωνα, τά τοπικά Συντάγματα μέ μικρή ἰσχύ ὡς καί στά Συντάγματα τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, προεπαναστατικά καί ἐπαναστατικά. Καί αὐτά τά τεκμήρια ἐκφράζουν ἕναν πνευματικό ἀλλά κι ἕναν  Συνταγματικό πολιτισμό πού συνθέτει καί διατυπώνει ἀξιοθαύμαστα μνημεῖα φιλελεύθερου καί δημοκρατικοῦ πνεύματος, ἀλλά καί ἀκριβοῦς πίστεως τῶν Ἑλλήνων.

Εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας νά διερευνηθεῖ ποιοί ἦταν οἱ ὄροι, καί ὑπό ποῖες συνθῆκες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρωτοστατεῖ σ’ ὅλους τους ἀπελευθερωτικούς ἀγῶνες ὥστε ἀφενός νά κατανοηθεῖ ἡ πηγή καί ὁ τρόπος τῆς πνευματικῆς ἐπιρροῆς στόν Ἀγῶνα καί ἀφετέρου νά ἑρμηνευθεῖ ἡ θεμελιώδης πίστη τῶν ρωμιῶν πού ξεκινοῦν τῆς Ἐπανάσταση καί ἀναζητοῦν τήν ἐλευθερία τους.

Ἡ Ἐπανάσταση δέν θά μποροῦσε νά εἶναι μόνο ἕνα στρατιωτικό γεγονός. Χρειαζόταν νά εἶναι καί διπλωματικό καί πολιτικό καί πολιτειακό γεγονός. Ἀλλά πρωτίστως ἦταν γεγονός ὀντολογικοῦ χαρακτῆρα διότι σέ αὐτό συνοψίζεται τό νόημα καί ἡ ἀλήθεια πού κομίζει ἡ πνευματική συνέχεια τοῦ Γένους.

Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ζοφερή σκλαβιά καί ἡ διαφύλαξη τῆς πατρῴας γῆς ἔπρεπε νά διαθέτει δύο προοπτικές: ἕνα εἶδος “κρατικότητας” καί μία συμπεφωνημένη ὀργάνωση. Μία “ἑνότητα” πού θέλησαν νά ἀποκτήσουν οἱ Ἐπαναστατημένοι Ἕλληνες παρότι πολλές φορές αὐτό ἦταν δύσκολο ἤ καί ἀκατόρθωτο. Ἄλλωστε ἀπό τό 1453, 28 ἐπαναστατικά κινήματα εἶχαν πνιγεῖ στό αἷμα. Ἔπρεπε ὅμως νά θεμελιώνεται ἐπίσης σέ μία πραγματικότητα, τήν ἄσκηση ἐλέγχου πάνω στήν οἰκεία Ἐπικράτεια στήν ὁποία κατοικοῦσε ὁ λαός. Δέν ὑπῆρχε ἕνα συμπαγές συγκροτημένο σύνολο μέχρι τήν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄστρους, καί τό Ἐπαναστατημένο Ἔθνος σέ κάθε περιοχή εἶχε τό δικό του τοπικό πολίτευμα καί τόν δικό του λαό. Ὅμως ὅλο αὐτό τό Ἔθνος εἶχε κοινή ψυχή καί κοινή πνευματική Πηγή. Ἡ πηγή αὐτή εἶναι, ὅπως λέει ὁ Σεφέρης, “ἡ ψυχική περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιά αἰῶνες καί χιλιετίες, ἀπό γενιά σέ γενιά, ἀπό εὐαισθησία σέ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καί πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καί πάντα παροῦσα -εἶναι τό κοινό χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποῦ ἔπλασε τούς ἀνθρώπους καί τό λαό ποῦ ἀποφάσισε νά ζήσει ἐλεύθερος ἤ νά πεθάνει στά  21”.

Ὁ Φώτης Κόντογλου ὁρίζει μέ ὑπέροχη ἀκρίβεια στήν «Πονεμένη Ρωμιοσύνη»: «Ἡ ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶναι ἡ πιὸ πνευματικὴ ἐπανάσταση ποὺ ἔγινε στὸν κόσμο. Εἶναι ἁγιασμένη. Ἡ σκλαβιὰ ποὺ ἔσπρωξε τοὺς Ἕλληνες νὰ ξεσηκωθοῦνε καταπάνω στὸν Τοῦρκο δὲν ἤτανε μονάχα ἡ στέρηση κι ἡ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, ἀλλά, ἀπάνω ἀπ ̓ ὅλα, τὸ ὅτι ὁ τύραννος ἤθελε νὰ χαλάσει τὴν πίστη τους, μποδίζοντάς τους ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ χρέη τους, ἀλλαξοπιστίζοντάς τους καὶ σφάζοντας ἢ κρεμάζοντάς τους, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιόντουσαν τὴν πίστη τους γιὰ νὰ γίνουνε μωχαμετάνοι. Γιὰ τοῦτο πίστη καὶ πατρίδα εἴχανε γίνει ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα, κ ̓ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθούσανε δὲν ἤτανε μοναχὰ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθοῦνε ὅλοι οἱ ἐπαναστάτες, ἀλλὰ ἡ λευτεριὰ νὰ φυλάξουνε τὴν ἁγιασμένη πίστη τους, ποὺ μ ̓ αὐτὴν ἐλπίζανε νὰ σώσουνε τὴν ψυχή τους.» 

Ἡ Ἐκκλησία βλέπει τήν ἐλευθερία ὡς τό φυσικό κλίμα ἀναπτύξεως καί πραγματώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου πού ὁδηγεῖται πρός τήν σωτηρία. Πραγματική ἐλευθερία εἶναι ἡ δυνατότητα κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό καί τούς συνανθρώπους του, σέ βαθμό γνησιότητας, πληρότητας καί αὐθεντικότητας, ἔξω δηλαδή ἀπό κάθε ἀναγκαστικότητα. Ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἐντάσσεται στά πλαίσια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί εἶναι (καί ὡς ἐθνική-κοινωνική) ἔννοια καθαρά θεολογική- ἐκκλησιαστική κατά τόν μακαριστό π. Γεώργιο Μεταλληνό.

Αὐτό τό εἶδος καί τό νόημα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἐμπερικλείει ἡ “ψυχική περιουσία” πού ἀναφέρει ὁ Σεφέρης καί κάνει πνευματική τήν Ἐπανάσταση ὅπως ὁρίζει ὁ Κόντογλου. Καί ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἔπεα πτερώεντα ἀλλά ἰσχυρά κίνητρα, ζωογόνοι μηχανισμοί ἐντός της ψυχῆς τῶν Ἑλλήνων, τά ὁποία ἐντός τῆς προϊούσας ἐπιτυχίας τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα ἀνέδειξαν μέ τή συνειδητή ἐπιδίωξη τῶν ἐξεγερμένων Ἑλλήνων νά ζήσουν ἐλεύθεροι βάσει πάγιων κανόνων. Ἡ φιλόδοξη προσπάθεια νά ὀργανωθεῖ ἕνα κράτος καί μάλιστα μακροπρόθεσμα, τιθασσεύοντας τίς συγκεντρωμένες σέ ἕναν ἐντοπισμένο χῶρο πλήν ὅμως ἀσύντακτες κοινωνικές δυνάμεις, ἐπιτρέπει ἀλλά καί ἐνισχύει τόν “πολίτη” στό νά διατηρήσει τήν  ἱστορική ταυτότητά του καί τέλος ἐκ τῶν πραγμάτων προϋποθέτει “ρύθμιση” μία ποικιλίας ἐκδηλούμενων σχέσεων μεταξύ πολιτῶν, μεταξύ τοῦ πρός ἵδρυση κράτους καί λαοῦ, μεταξύ “κρατικῶν ὀργάνων” (ἀπό τούς ὁπλαρχηγούς καί τούς προεστούς ὡς τούς πολιτικούς κλπ) ἀλλά καί μεταξύ διαφορετικῶν ἐθνικῶν ὀντοτήτων. Αὐτή ἡ ρύθμιση γίνεται συνταγματικός κανόνας καί ὁδηγεῖ στό καινοφανές γιά τά ἑλληνικά δεδομένα συνταγματικό φαινόμενο τό ὁποῖο ὑφίσταται ἱστορικές ζυμώσεις διαγράφοντας μία πορεία προσαρμογῆς καί συνάμα βελτίωσης. Πλέον μία συνεχής ἀναγωγή στό Σύνταγμα γιά τήν ἀναζήτηση ἀπευθείας σέ αὐτό τῶν κανόνων πού διέπουν μείζονα ἀλλά καί ἐλάσσονα ζητήματα τῆς ζωῆς (παρότι τά ἐμβρυώδη δείγματα τοῦ πρώϊμου ἑλληνικοῦ συνταγματισμοῦ δέν διεκδικοῦσαν τόν τίτλο τοῦ Συντάγματος ἐθνικῆς ἐμβέλειας) γίνεται ὅλο καί πιό γνώριμη καί τέλος ἀναγκαία συνθήκη ὁδηγώντας σέ μία ἐσπευσμένη κατάρτιση τῶν ἐπαναστατικῶν Συνταγμάτων τῆς περιόδου 1822-1827.

Διαθέτουν λοιπόν καί μία θεολογική-ἐκκλησιαστική ὀπτική, ἐκτός τῶν ἄλλων, τά συνταγματικά κείμενα στά τρία Συντάγματα τοῦ Ἀγῶνα γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδας. Κι ἐφόσον τό κάθε Σύνταγμα ἔθετε σκοπό τοῦ τή ρύθμιση τοῦ μακροῦ ἱστορικοῦ χρόνου, ἐν προκειμένῳ, τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους, ἔχει ἐξαιρετική σημασία τό ὅτι προσδιορίζεται ἀπό τή διάταξη τοῦ προσωρινοῦ πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδας πού ἐτέθη σέ ἰσχύ τήν 1η Ἰανουαρίου τοϋ 1822 μέ τό Σύνταγμα τοῦ Ἄστρους, ὅτι «Ἕλληνες εἶναι οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἑλλάδι πιστεύοντες εἰς Χριστόν». Ἔπρεπε ἐπακριβῶς νά προσδιοριστεῖ ἡ ταυτότητα τοῦ Ἕλληνα ὁ ὁποῖος ξεκινᾷ καί θά τελειώσει τήν ἐπανάσταση ἀπέναντι στόν Τοῦρκο κατακτητή.

Γιά τούς ἀγωνιστές-ἐθνεγέρτες ἡ δεξαμενή τῶν θυσιῶν ἦταν τό ἦθος πού καλλιέργησε ἐπί αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἐμπειρική σχέση στήν λατρεία Τῆς τήν Σταύρωση καί Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ ἀγῶνος κράτησαν κάθ΄ὅλη τήν προεπαναστατική περίοδο ζωντανή τήν ἐλπίδα γιά ἐλευθερία καί προσέδωσε δυναμικότητα στόν ἀγῶνα. Πρωτίστως ὡς Σῶμα, κλῆρος καί λαός, συμμετεῖχε καί καθόρισε τά γεγονότα τοῦ Ἀγῶνα.

Μέ τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὁ Ἑλληνικός λαός ὑπηρέτησε ἕναν Ἐθνικό καί Ἱερό σκοπό. Ἀγωνίστηκε «γιά τοῦ Χριστοῦ τή πίστη τήν ἁγία καί τῆς Πατρίδας τήν ἐλευθερία». Αὐτός ὁ κοινός ἐθνικός σκοπός ἀπετέλεσε καί θά συνεχίσει νά ἀποτελεῖ τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα «τί ἕνωνε αὐτόν τόν λαό στόν ἀγῶνα τοῦ αὐτό;». Στό Σύμφωνο τῶν Κιτριῶν τήν 1 Ὀκτωβρίου 1819, σύμφωνο συμφιλίωσης τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν τῶν Μανιατῶν διακηρύσσεται: “Δία τοῦ παρόντος ἠμῶν ἰδιοχειροϋπογεγραμμένου γράμματος ὑποσχόμεθα μεθ’ ὅρκου τῆς ἁγιωτάτης καί ὀρθοδόξου ἠμῶν Πίστεως καί μέ τήν δύναμιν τοῦ τρομεροῦ ὅρκου, ὅπου αὐτοπροαιρέτως διά τήν σωτηρίαν τοῦ Γένους μᾶς ἐκάμαμεν, ὅτι νά φυλάξωμεν τάς ἀκολούθους συνθήκας. ….Κάθε Ἱερός δεσμός, καί μάλιστα ἐκεῖνος ὅπου γίνεται ὑπέρ Πίστεως, Πατρίδος καί Γένους, διά νά μείνη ἀκλόνητος καί ἄσειστος, πρέπει νά βάλλῃ δί’ ἀρχήν καί θεμέλιον τήν ἀλήθειαν καί δικαιοσύνην. Ὅθεν ἠμεῖς ὑποσχόμεθα νά φυλάξωμεν αὐτᾶς τάς ἀρετᾶς ἀπαρασαλεύτους, αἵ ὁποίαι ὄχι μόνον τάς εἰδικᾶς μᾶς γενεᾶς θέλει δοξάσουν, ἀλλά καί τήν ἰδίαν μας πατρίδα θέλει εὐτυχήσουν καί στερεώσουν.” Ἱστορικά λόγια πού φανερώνουν τήν σημασία τοῦ Ἐθνικοῦ καί Ἱεροῦ σκοποῦ.

Ὁ λαός εἶχε τήν Πίστη του καί ἀγωνιζόταν ἀπό κοινοῦ, λαϊκός ἀγωνιστής καί κλῆρος. Ὁ κληρικός δεχόταν τόν ὅρκο τοῦ ἀγωνιστῆ, τοῦ παρεῖχε τή Θεία Κοινωνία ἤ τόν εὐλογοῦσε  πρίν ἀπό τή μάχη, τελοῦσε παράκληση καί δοξολογία γιά τή νίκη. Πολλοί ἀνώτεροι κληρικοί, ὅπως ὁ Παλαιῶν Πατρών Γερμανός, ὁ Βρεσθένης Θεοδώρητος, ὁ Καρύστου Νεόφυτος, παρακίνησαν ἐπαναστατικές ἐνέργειες ὑπό τήν ἰδιότητα τους αὐτή καί ἄλλοι, ὅπως ὁ Παπαφλέσσας, πολέμησαν ὡς ἁπλοί στρατιῶτες τόν ἐχθρό στή μάχη. Ὁ κλῆρος δέν ἄσκησε “πνευματική ἐξουσία” ἀλλά στήριζε πνευματικά ὡς ἡ πνευματική δύναμη τοῦ Ἐπαναστάτη, ὡς συνομολογία βαθιᾶς πίστης πού ἐμψύχωνε τόν λαό στόν κοινό Ἀγῶνα. “Πλησίον εἰς τόν Ἱερέα – ἔλεγε ὁ Θ. Κολοκοτρώνης στήν “Διήγηση συμβάντων ἑλληνικῆς φυλῆς” – ἦτον ὁ λαϊκός, καθήμενοι εἰς ἕνα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος, ἰατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί καί ἔμποροι.” Ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἡ τροφός τοῦ Γένους καί ὁλόκληρου τοῦ ἀγῶνα, πρωτεργάτης τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, προσέφερε ἀγωνιστές κληρικούς, ἀρχιερεῖς, πρεσβυτέρους, διακόνους καί μοναχούς, ἁγίους καί μάρτυρες τῆς Πίστης. Αὐτό ἦταν τό ἀκριβές καί πραγματικό ἱστορικό πλαίσιο ἐντός τοῦ ὁποίου τά Συντάγματα τοῦ Ἀγῶνα μποροῦν νά κατανοηθοῦν καί νά γίνει σαφής ἑρμηνεία τοῦ ποιοί εἶναι «οἱ Ἕλληνες οἱ κατοικοῦντες ἕν Ἑλλάδι καί πιστεύοντες εἰς Χριστόν». Δέν εἶναι οὔτε ἐπιστημονικά ὀρθό, ἀλλά καί στρέφει πρός ἄλλες κατεύθυνσεις, κάθε ἑρμηνεία πού δέν λαμβάνει ὑπόψη της τό πλαίσιο τῆς ἱστορικῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀγῶνα καί τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας στήν ζωή τῶν Ἑλλήνων, καί παρερμηνεύει ὑπό τό πρῖσμα σύγχρονων ἀντιλήψεων περί θρησκευτικῆς συνείδησης, ἀνεξιθρησκίας, ἰσότητας, ἐλευθερίας κλπ. τήν ἱστορική ἀλήθεια. Κατά νομική ἀκριβολογία τά Συντάγματα τοῦ Ἀγῶνα υἱοθετοῦν μία ὁρολογία περιφραστική «ὅσοι πιστεύουσιν εἰς Χριστόν», ἀντί τή λέξης «Χριστιανός». Ἡ ἔννοια βεβαίως «Χριστιανός», ὡς συστατικό στοιχεῖο τῆς ἰδιότητας τοῦ πολίτη εἶναι εὐρύτατη. Προκύπτει συνεπῶς ἡ ἀνάγκη περαιτέρω ὁριοθέτησης τοῦ κανονιστικοῦ περιεχομένου τῆς συνταγματικῆς αὐτῆς ρύθμισης. Στά Συντάγματα τοῦ Ἀγῶνα συνδέθηκε ἡ χριστιανική πίστη μέ τό κριτήριο τῆς κατοικίας ἐντός της “Ἐπικράτειας”. Βεβαίως τά Συνταγματικά κείμενα δέν εἶναι ὁμολογιακά ἀλλά νομοθετικά καί πολιτειακά κείμενα πού ὅμως ἀναμφισβήτητα συντάσσονται ἀπό μία ζωντανή ἱστορική κοινότητα μέ καθορισμένα ἱστορικά βιώματα τά ὁποῖα ἐκφράζουν τήν παροῦσα ἱστορική ἐμπειρία ἀλλά καί τήν διαρκῆ ζῶσα Παράδοσή τους. Λαμβάνεται λοιπόν ὑπόψη ἀπό τή μία μεριά τό “ποιός” τά συνέταξε,  ἀπό τήν ἄλλη δέν ἀμφισβητεῖται ὅτι ἰσχύει καί ἡ διασταλτική ἑρμηνεία τῆς ἔννοιας «Χριστιανός», συμπεριλαμβάνοντας καί ἄλλα δόγματα, καθώς τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό ἦθος δέν ἀποκλείει κανέναν ἀλλά καί δέν παραχωρεῖ τήν ταυτότητά του, δηλαδή τήν σωτηριολογική του προοπτική, σέ κανέναν. Ἔτσι λοιπόν ἀπαντᾶτε καί τό ἐρώτημα γιά τό πῶς συμπλέκεται ἡ ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα πολίτη μέ τήν ἰδιότητα τοῦ «πιστοῦ στόν Χριστό» στά συνταγματικά κείμενα στά ὁποῖα καί διακηρύσσεται μέ ἐμφαντικό τρόπο ἡ ἀρχή τῆς ἀνεξιθρησκείας ἀλλά καί ἀναφέρουν τό θρησκευτικό κριτήριο ὡς πρός τή ρύθμιση τῆς ὑπηκοότητας. 

Εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικό νά σημειώσουμε ὅτι ἡ κυριαρχοῦσα ἰδεολογία καί ἐγχώρια διανόηση, ἀντίθετη καί πολλές φορές πολέμια τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης τῶν Ἑλλήνων, συνοψίζει τά παραπάνω λέγοντας ὅτι πρόκειται γιά μία “ἐθνικιστική ὑστερόχρονη μυθολογια γύρω ἀπό τό 1821”, καί ὑποστηρίζει ὅτι γίνεται μία σύγχυση ἀνάμεσα στήν ἱστοριογραφία τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 καί στήν ἐκλαϊκευμένη πρόσληψή της. Ἀπό αὐτά τά νεωτεριστικά ἀφηγήματα προκύπτει καί μία ἰδιαιτέρως πονηρή νεωτεριστική προοδευτική πρόταση “ὁ πατριωτισμός τοῦ πολίτη”, δηλαδή μία “κοινή συνείδηση”  ὄχι ἑνός πολίτη μέ κοινότητα, μέ ταυτότητα καί ἱστορία ἀλλά ἑνός πολίτη (πολίτη ὡς γενικός ὅρος) μίας κοινωνίας μέ ἀνεξάρτητη ταυτότητα ἤ καλύτερα ἄνευ ἐθνικῆς ταυτότητας, ἐντός της ὁποίας θά μποροῦν νά ἐντάσσονται ἕνα πλῆθος ἄγνωστων καί διαφορετικῶν ταυτοτήτων ἄνθρωποι.

Οἱ Συνταγματικοί νομοθέτες τῆς πρώτης Ἐθνοσυνέλευσης θέσπισαν ὡς κριτήριο συνέχειας τῆς ἔννομης τάξης τήν ἰσχύ “τῶν νόμων τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἠμῶν Αὐτοκρατόρων”, μία ἐπίκληση, ἡ ὁποία ἀφενός νομικά ἐνεργοποιεῖ τήν φυσιοκρατική παράδοση ἐπί τή βάση τοῦ βυζαντινορωμαϊκοῦ δικαίου καί ἀφετέρου θεολογικά δηλώνει μία συνέχεια ἱστορική ἀλλά καί αὐτοσυνειδησίας καί καθορισμένης ταυτότητας τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πνεύματος τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἄς μήν λησμονηθεῖ ἡ ἐξύμνηση τῶν Συνταγμάτων τῆς Ἐπανάστασης ἀπό τούς ξένους, ὡς πρωτοπόρα, σύγχρονα καί ἐξαιρετικῆς δημοκρατικῆς εὐαισθησίας κείμενα. 

  Τά Συντάγματα τοῦ Ἀγῶνα εἶναι μία διαρκής διευθέτηση μεταξύ Πελοποννήσου, Ἀνατολικῆς Στερεᾶς, Δυτικῆς Στερεᾶς, ναυτικῶν νήσων ( Ὕδρας, Σπετσῶν, Ψαρρῶν), Κρήτης, Ἀρχιπελάγους, μία προσπάθεια ἐξισορρόπησης μεταξύ παραδοσιακῶν προκρίτων, ἑτεροχθόνων διανοούμενων κυρίως Φαναριωτῶν, νέων πολιτικῶν, τῶν μεγάλων καραβοκύρηδων που ἐπενδύουν καί διακινδύνευαν τίς μεγάλες περιουσίες τους γιά τήν Ἐπανάσταση καί βέβαια, τῶν Ὁπλαρχηγῶν Πελοποννήσου καί Στερεᾶς. Εἶναι φανερό ὅτι αὐτά τά σπουδαῖα συνταγματικά κείμενα καί τό περιεχόμενό τους συγκροτήθηκαν καί γράφτηκαν ἀπό Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι εἶχαν εὐαισθησία καί φιλευσπλαχνία, εὐφυΐα, πνεῦμα ἀνθρωπισμοῦ, δημοκρατικό αἴσθημα εὐθύνης καί ἀγάπη γιά τήν πατρῴα γῆ, τήν Ἐκκλησία καί τό Γένος τους. Εἶχαν Παιδεία καί καλλιέργεια, πού σχεδόν ἀποκλειστικά παρεῖχε ἡ Ἐκκλησία καί τά Μοναστήρια καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν 400 χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας. Ἀπόδειξη, πού διασαφηνίζει τά πράγματα, εἶναι τό γεγονός πού ἀναδεικνύει ἡ σύγχρονη ἔρευνα τῆς ἱστορίας τοῦ βιβλίου. Τόν 18ο αἰῶνα λοιπόν, σέ ἕναν πληθυσμό τῆς τάξης τοῦ 1.500.000 κατοίκων στόν ἑλλαδικό χῶρο πού κυριαρχεῖ ἡ Ὀθωμανική αὐτοκρατορία,  κυκλοφοροῦν 100.000 ἀντίτυπα ἔντυπων βιβλίων, πού περνοῦσαν ἀπό χέρι σέ χέρι, κυρίως λειτουργικῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων καί μικρό ποσοστό ἄλλων εἰδῶν (λογοτεχνικῶν κλπ). Ἐπίσης τό μεγαλύτερο ποσοστό ἔντυπων βιβλίων πού τυπώθηκαν κυρίως στήν Βενετία προεπαναστατικά ἀλλά καί κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀγῶνα, στήν πλειοψηφία τούς ἦταν τό «Ὀκτωήχι», τό «Ψαλτηρόπουλο», ὁ «Ἀπόστολος», τό «Διακονικόν», λειτουργικά βιβλία τῆς κάθ΄ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τά ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τά μόνα μαθητικά-διδακτικά βιβλία γιά γραφή καί ἀνάγνωση γιά τούς Ἕλληνες καί βεβαίως χρησίμευαν καί στήν λειτουργική ζωή τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν οἱ ὁποῖοι κάθε ἄλλο παρά βρίσκονταν στό “μέγα σκότος τῆς ἀμάθειας”! Τό 1822-23 τό τυπογραφεῖο τῶν Γλυκύδων τύπωσε ἕνα Ψαλτῆρι σέ 50.000 ἀντίτυπα καί μία Ὀκτώηχο σέ 100.000 ἀντίτυπα!  

Εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐπί Τουρκοκρατίας τό τοπικό ἐθιμικό δίκαιο τῶν Ἑλλήνων ἀντιστέκεται. Οἱ Ἕλληνες δέν ἐπιθυμοῦσαν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τό δικαιοδοτικό σύστημα πού εἶχαν συνηθίσει ἐπί τουρκοκρατίας στό ὁποῖο ἡ ὑποχρεωτική ἁρμοδιότητα τοῦ Τούρκου δικαστῆ μποροῦσε νά παρακαμφθεῖ, καί νά προσφύγει κάποιος στά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια γιά οἰκογενειακῆς φύσης ὑποθέσεις, ἤ στή διαιτησία (πού κατά κανόνα ἦταν προεστοί).

Τά δύο πρῶτα ἐπαναστατικά Συντάγματα θέλησαν νά ἑνοποιήσουν τό ἰσχῦον δίκαιο, σέ ἕνα ἑνιαῖο δικαιϊκό σύστημα γιά ὅλους τους Ἕλληνες, γι’ αὐτό θέσπισαν τήν καθολική ἐφαρμογή τῶν νόμων τῶν “ἀειμνήστων ἠμῶν χριστιανῶν αὐτοκρατόρων”. Ὁ λαός ὅμως ἤθελε νά συνεχίσει νά διέπεται ἀπό τό τοπικό ἐθιμικό δίκαιο καί νά λύνει τίς διαφορές του μέ τόν παραδοσιακό τρόπο. Τό Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας ἐπανῆλθε ὁρίζοντας ὅτι συγχωρεῖται στούς “Ἕλληνες νά δικάζονται “δί’ αἱρετοκρισίας, ἐκκλητῶς καί ἀνεκκλήτως».

Τό δυναμικό στοιχεῖο πού καθόρισε τότε τήν ἐθνεγερσία καί θά καθορίσει τώρα τό μέλλον τῆς πατρίδας εἶναι ἡ ταυτότητα, μία ταυτότητα τῶν Ρωμιῶν τοῦ κόσμου στό σταυροδρόμι Ἀνατολῆς καί Δύσης. Μία ταυτότητα πού γράφεται ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης. Μία ταυτότητα ζυμωμένη μέ τήν σοφία καί τήν ἁγιότητα τῶν Πατέρων, μέ τό αἷμα τῶν Μαρτύρων, μέ τήν ἴδια τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μία ταυτότητα ὅπως ξεδιπλώνεται στά συνταγματικά κείμενα τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους τά ὁποία διαμορφώθηκαν καί διαμόρφωσαν τήν ὑπόσταση τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ.

Τά ἴδια τά Συντάγματα ὄχι ὡς μυθολογία καί ἱστοριογραφία ἀλλά ὡς κύριες πηγές τοῦ λόγου καί τῆς συνείδησης τοῦ Γένους τῆς σύγχρονης ἱστορίας ἔρχονται νά ἀπαντήσουν κύρια καί καίρια σέ ἀνεμικά ἰδεολογήματα καί ἰδεολογικές ἐμμονές. Ἀπό τά μικρά τοπικά Συντάγματα στήν Πελοπόννησο, τήν Στερεά καί τά Ἰόνια νησιά, ἀτελῆ βέβαια, μέχρι καί τά συντάγματα τῶν τριῶν Ἐθνοσυνελεύσεων στήν Ἐπιδαυρο (1822), τό Ἄστρος (1823) καί τήν Τροιζήνα (1827).

Ὅλα τά Συντάγματα ὡς προμετωπίδα φέρουν τήν φράση «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαίρετου Τριάδoς» δηλωτικό τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ κυριαρχοῦσα πίστη τοῦ Ἕλληνα καί ἡ σχέση του μέ τήν Ἐκκλησία καθορίζει τήν Ἀρχή τοῦ πολιτεύματος καί τοῦ θεμελιώδους νόμου ἐπάνω στόν ὁποῖο βασίζεται ἡ διαμόρφωση ὁλόκληρης τῆς νομοθεσίας περί τῶν δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων τοῦ πολίτη, τήν ὀργάνωση καί βασικούς κανόνες λειτουργίας τοῦ κράτους καί τῶν θεσμῶν. Ἐφόσον δέ τά γενετικά χαρακτηριστικά τοῦ συνταγματικοῦ φαινομένου διευκολύνουν τήν ἀντοχή του, ἡ συμβολή καί ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ἐνίσχυσε τήν συνταγματική ρύθμιση τοῦ “μακροῦ ἱστορικοῦ χρόνου”. Ἱστορικά ὅλα τά Συντάγματα, ὑπό διάφορες, ἱστορικές καί πολιτειακές συνθῆκες ψηφίστηκαν εἰς τό «Ὄνομα τῆς Ἁγίας Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδας», (Σύνταγμα, Ἐπιδαύρου, Ἄστρους Τροιζήνας 1822, 1823, 1827, ἐπί Βαυαρῶν, 1832, 1864, ἐπί Δημοκρατίας 1911, 1952, 1975, 1986, 2001, 2008, 2019) πλήν δύο Συνταγμάτων, τοῦ «ἡγεμονικοῦ Συντάγματος τοῦ 1832» πού δέν ἐφαρμόσθηκε διότι ὁ Ὄθων μέχρι καί τό 1844 ἄσκησε τήν ἐξουσία χωρίς Σύνταγμα, καί τοῦ «Δημοκρατικοῦ Συντάγματος τοῦ 1927» πού συνδυάστηκε μέ τήν κατάργηση τῆς μοναρχίας καί τήν ἐγκαθίδρυση τῆς ἀβασίλευτης Δημοκρατίας καί δέν ἀναφέρεται ἐπειδή θεωρήθηκε ὡς ἀσυμβίβαστη πρός τήν δημοκρατία ὁποιαδήποτε ἀναφορά τοῦ Συντάγματος στόν Θεό. Τό προοίμιο αὐτό, τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου δέν ἐξαντλεῖται ἁπλῶς σέ μία μνεία περί τῆς θρησκείας ἤ τῆς πίστεως, ἀλλά  ἀναφέρεται ἀπερίφραστα καί μέ ἀκρίβεια «εἰς τό Ὄνομα γής Ἁγίας Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδας», εἶναι ἡ βάση ἐπί τῆς ὁποίας ψηφίζεται ὀργανικά τό σύνολο τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος. Ὁ χαρακτῆρας λοιπόν τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος ἀνυπερθέτως εἶναι Χριστιανικός καί δή Ὀρθόδοξος, διότι γίνεται μνεία στόν πυρῆνα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, θεολογικά καί δογματικά, ὅπως καθορίσθηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

Μερικά ἱστορικά παραδείγματα ἀναδεικνύουν τήν συμβολή τῆς Ἐκκλησίας στά πρῶτα Συντάγματα. Δέν πρέπει νά λησμονεῖται ὅτι τό πρόσωπο πού ὑποστασιάζει κάτ΄ἐξοχήν τίς ἀρχές καί τούς ὅρους τῶν ἑλληνικῶν Συνταγμάτων καί διατήρησε ἄσβεστη τήν πεποίθηση ὅτι πρέπει νά διασωθεῖ ἡ ταυτότητα τοῦ Ἔθνους, εἶναι ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: “Οἱ Ἕλληνες … ἡνωμένοι διά τῆς εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἁγίαν του Ἐκκλησίαν σταθερᾶς πίστεως τῶν … ὑποστάντες τήν ὀθωμανικήν δυναστείαν, ὑπό μόνην τήν σκέπην τῆς Ἐκκλησίας τῶν διεσώθησαν. Ἅμα δέ τῷ ἀνεγερθῆναι εἰς σῶμα Ἔθνους, οἱ αὐτῶν ἀντιπρόσωποι ἀνεκήρυξαν τήν Ἑλληνικήν θρησκείαν, θρησκείαν τῆς ἐπικρατείας, …» καί ὅτι ἡ ταυτότητα τοῦ Ἔθνους «… σύγκειται ἐκ τῶν ἀνθρώπων, οἵτινες ἀπό τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἔπαυσαν ὁμολογοῦντες τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί τήν γλῶσσαν τῶν Πατέρων αὐτῶν λαλοῦντες, καί διέμειναν ὑπό τήν πνευματικήν δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας τῶν, ὅπου ποτέ τῆς Τουρκίας καί ἄν κατοικῶσι». Ἡ Ἐκκλησία ἔσωσε τήν πατρίδα καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά ἀποτελέσει τή «σωτηρία τοῦ Ἔθνους, τό λίκνο τοῦ μέλλοντος».

Ἐπίσης στήν συνέλευση στη Μονή τῶν Καλτεζῶν τόν Μάϊο τοῦ 1821 μέ πρόεδρο τόν Πετρομπέη Μαυρομιχάλη πῆραν μέρος ἐκτός τῶν ἄλλων ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός Γ΄ καί πολλοί κληρικοί ἀπό ὅλη τήν Πελοπόννησο. Μετά τήν πράξη σύστασης τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας, ἐψάλη δοξολογία στό ναό τῆς Μονῆς. Ὁ ἐπίσκοπος Ἕλους Ἄνθιμος ἀπήγγειλε εὐχές γιά εὐόδωση τοῦ Ἀγῶνα. Ἀπό τήν Συνέλευση προέκυψε τό πρῶτο ἐπίσημο νομικό κείμενο τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας καί ὁ πρῶτος Καταστατικός της Χάρτης. Τό εἰσαγωγικό κείμενο τῆς Συνέλευσης, πού ἀποτελεῖ καί διακήρυξη ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας καί ἠθικῶν ἀρχῶν, ἡ Πρᾶξις τῆς ἐν Καλτεζαῖς Συνελεύσεως” τελειώνει μέ τό ἑξῆς: λάβομεν ἀμφότερα τά μέρη τόν πρέποντα ὅρκον ἐνώπιόν του Ὑψίστου Θεοῦ, ἐν βάρει συνειδότος καί τῆς τιμῆς μας” 

Η «Νομική Διάταξις τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος» ἤ «Ὀργανισμός τοῦ Ἀρείου Πάγου» εἰσάγει τόν νεοφανῆ νομικό ὄρο “ἐπικρατοῦσα θρησκεία” καί ὁρίζεται ὡς τέτοια ἡ Ὀρθόδοξη. Θεσπίζεται ἡ ἐλευθερία τῆς λατρείας ὅλων τῶν θρησκειῶν. «ΤΜΗΜΑ Α’. Περί θρησκείας. α’- Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἰς τήν Ἑλληνικήν ἐπικράτειαν εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου του Χριστοῦ Ἐκκλησίας- ἀνέχεται ὅμως ἡ Διοίκησις τῆς Ἑλλάδος πᾶσαν ἄλλην θρησκείαν καί αἱ τελεταί καί ἱεροπραγίαι ἑκάστης αὐτῶν ἐκτελοῦνται ἀκωλύτως. ΤΜΗΜΑ Β’. Περί τῶν γενικῶν δικαιωμάτων τῶν κατοίκων τῆς ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος. β’- Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες καί ἀπολαμβάνουσιν, ἄνευ τινός διαφορᾶς, ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων.” Ἡ διάταξη αὐτή ἀναπαράχθηκε στά ἑπόμενα συντάγματα, τῆς Ἐπιδαύρου, τοῦ Ἄστρους καί τῆς Τροιζήνας. Ἐπίσης στήν ἐπιτροπή τῆς Θρησκείας γιά τήν ἐπεξεργασία νόμων μεταξύ τῶν ἁρμοδιοτήτων ἦταν καί αὐτή τῆς ἐπιστασίας τῶν «Ἐκκλησιαστικῶν καί ἱερῶν Μοναστηρίων νά φροντίση […] ὥστε ὁ κλῆρος νά διακηρύξη πρός τούς λαούς τῆς Ἑλλάδος τό σέβας, τήν ὑπακοήν καί ἀγάπην, τά ὁποία ὀφείλουσι νά ἔχωσι πρός τήν εὔνομόν της Ἑλλάδος διοίκησιν.”

Στο Πολιτικόν Συνταγμά της Ἑλλάδος της  Γ’ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τῆς Τροιζήνας (1827) ἡ περί θρησκείας σχετική διάταξη ἐμφανίζεται φραστικά διαφοροποιημένη καί διατυπώνεται ὡς ἑξῆς: «Καθείς εἰς τήν Ἑλλάδα ἐπαγγέλλεται τήν θρησκείαν τοῦ ἐλευθέρως καί διά τήν λατρείαν αὐτῆς ἔχει ἴσην ὑπεράσπισιν, ἡ δέ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι θρησκεία τῆς ἐπικρατείας». Ὁ Πρόεδρος, μάλιστα, τοῦ Δικαστηρίου, πού προεδρεύει στή Βουλή ὁρκίζει τούς Βουλευτές: “Ὁρκίζεσθε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων…”. Ἐπίσης, ὁ “ὅρκος ἑλληνικός”, ὁ “ὅρκος βουλευτικός” καί “ὁ ὅρκος τοῦ Κυβερνήτου” ἀρχίζει μέ τό: “Ὁρκίζομαι εἰς τό ὄνομα τοῦ Ὑψίστου καί τῆς πατρίδος…”.

 Το σύνταγμα εἶναι αὐτό πού συμβολίζει, ἀποτυπώνει, ὁριστικοποιεῖ καί ὀργανώνει τή σύσταση νέου κράτους καί τίς μεγάλες πολιτειακές τομές καί μεταβάσεις. Μέ τήν δημιουργία παράλληλα τῶν νέων κοινωνικοπολιτικῶν συνθηκῶν ἐθνικοῦ κράτους πού χρησιμοποιοῦν τό σύνταγμα ὡς γενέθλια πράξη του καί ὡς θεσμική προϋπόθεση εἰσδοχῆς στή διεθνῆ κοινότητα δημιουργήθηκε ἡ ἀνάγκη νά συνταχθοῦν καί νά τεθοῦν σέ ἰσχύ νέα συντάγματα προκειμένου νά ὀργανωθεῖ νομικά καί νά ἀποτυπωθεῖ συμβολικά ἡ μετάβαση ἀπό τήν “Τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα” καί τήν ἐθνεγερσία σέ νέες κοινωνικές, θρησκευτικές-ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές συνθῆκες ἐλευθερίας καί νομιμότητας τῆς πατρίδας. Τό συνταγματικό φαινόμενο στό ἐπίπεδό του ἐθνικοῦ κράτους ἐμφανίζει μία πολύ μεγάλη ἄνθηση μέ τήν πτώση τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας καί  κατοχῆς, μία πορεία πρός τήν “Πίστην καί τήν Ἐλευθερίαν”.

Μέ τά παραπάνω γίνεται φανερό ὅτι κατοχυρώνεται ἡ δεσπόζουσα θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς ἐπιβεβαίωση μίας ὑφιστάμενης πραγματικότητας. Ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν κατοίκων τῆς ἀπελευθερωμένης Ἑλλάδας ἔχει χριστιανική ταυτότητα, ἔχει τήν πίστη της στόν Τριαδικό Θεό, μία μακρά καί ἀποκρυσταλλωμένη ἐκκλησιαστική ἀλλά καί πολιτειολογική Παράδοση ἡ ὁποία δέν διαμορφώνει μόνο τούς θρησκευτικούς ὅρους ἀλλά καί τό “ἦθος” ἑνός Συντάγματος πού λειτουργεῖ ἱστορικά ὡς ἔννοια συνώνυμη μέ τήν κρατική ὑπόσταση καί κυριαρχία, ὡς ἔννοια συνώνυμη μέ τό κράτος δικαίου καί τήν ἀρχή τῆς νομιμότητας, ὡς ἔννοια συνώνυμη μέ τήν ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία. 

Ἡ ἀντοχή τοῦ Συντάγματος ὀφείλεται στό γεγονός πώς ἐξακολουθεῖ νά ἐπιτελεῖ δύο θεμελιώδεις λειτουργίες, ὀργανώνει, δηλαδή συγκροτεῖ νομικά τήν κρατική ἐξουσία καί τίς σχέσεις της μέ τήν κοινωνία καί ὁριοθετεῖ τήν κρατική ἐξουσία καί ἄρα προστατεύει καί ἐγγυᾶται τή θέση τοῦ κάθε πολίτη. Ἡ ὀργανωτική, ἡ ἐγγυητική ἀλλά καί ἡ συμβολική – νομιμοποιητική λειτουργία τοῦ συντάγματος στά βασικά τους χαρακτηριστικά ἐπιτελοῦνται ὑπό τίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. Γιά τήν ἐποχή τοῦ Ἀγῶνα λοιπόν, τήν ἀρχή καί ρίζα τῆς διαμόρφωσης τῶν Συνταγμάτων τῶν Ἑλλήνων, ἡ βασική, ἱκανή καί ἀναγκαία, πηγαία συνθήκη ἦταν ἡ χριστιανική πίστη καί ἡ αὐτονόητη, ἀναμφισβήτητα φυσική καθημερινή σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τήν Ἐκκλησία τους. Κατά τήν ἴδια λογική τό σύνταγμα διέπει ὄχι μόνο τή συγκρότηση καί τή λειτουργία τοῦ κράτους, ἀλλά καί τῆς κοινωνίας ὑπό τήν παραπάνω συνθήκη. Αὐτό ἰσχύει μάλιστα ἀπό τήν ἀρχική μέχρι τήν πιό ὥριμη καί ἐκτεταμένη ἐκδοχή τοῦ συνταγματικοῦ φαινομένου σέ ὅλο αὐτό τό μακροτατο διάστημα τῶν τριῶν καί πλέον αἰώνων (18ο-20ό). Θά μπορούσαμε λοιπόν νά ποῦμε ὅτι “Σύνταγμα” εἶναι μία λέξη πού συμπυκνώνει τρεῖς αἰῶνες.

Τό ἴδιο τό Σύνταγμα ὡς διεκδίκηση, ὡς κείμενο, ὡς κατάκτηση, ὡς σύστημα νομικῶν, πολιτικῶν, ἰδεολογικῶν καί θρησκευτικῶν λειτουργιῶν καθίσταται σύμβολο τῆς κρατικῆς ὕπαρξης καί κυριαρχίας. Αὐτό συνεχίζεται ἀπό τήν Ἐπανάσταση ἕως σήμερα. Βεβαίως σήμερα ἡ ἐλευθερία τῆς πατρίδας, ἡ ἐλευθερία  τοῦ λόγου καί τῆς πίστης, ἡ διάκριση τῶν ἐξουσιῶν καλοῦνται νά στεγάσουν φαινόμενα καί νά ρυθμίσουν καταστάσεις πολύ διαφορετικές -ἤ ἀνύπαρκτες-  ἀπό αὐτές πού ἴσχυαν στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καί δημιουργοῦν ἕνα νέο πεδίο, ἕνα ἐλεύθερο πεδίο ἀρχικῆς διαμόρφωσης θεσμῶν, ἐννοιῶν, δικαιωμάτων καί ρυθμίσεων. Τά ἱστορικά χαρακτηριστικά του Συντάγματος καί ἡ περιεκτική καί συνοπτική του διατύπωση πού ἑδράζεται στούς βασικούς ὅρους τοῦ ἑλληνικοῦ καί ὀρθόδοξου γένους κατέστησαν ἐφικτή τήν διατήρηση τοῦ συνταγματικοῦ φαινομένου ἕως σήμερα καί διασφαλίζουν τήν ἀντοχή του καί ὑπό τίς συνθῆκες μίας μετανεωτερικῆς κοινωνίας στήν ὁποία ἐπίσης ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά εἶναι κυρίαρχος καί πρωτεύων γιά νά νοηματοδοτήσει τήν ζωή, τίς σχέσεις καί τά προβλήματα τῆς κοινωνίας καί τῶν ἀνθρώπων.

Σήμερα, 200 χρόνια μετά, εἶναι ὑποχρέωσή μας ὄχι μόνο νά ἐνθυμούμεθα ὅλη αὐτή τήν προσφορά καί νά τήν τιμοῦμε ἀλλά νά ἀγωνιζόμεθα γιά τήν διατήρηση τῆς ταυτότητάς μας, τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ταυτότητος πού διαμόρφωσε καί Συντάγματα καί κανόνες καί ἔθνος καί κράτος. Νά τιμοῦμε τά πρόσωπα, τούς λόγους καί τούς τόπους καί τίς ἀρχές τους. Νά τιμοῦμε τόν δικό τους ἀγῶνα γιά τήν πραγματική ἐλευθερίας πού σημαίνει προσφορά θυσίας. Ὀφείλουμε νά διαφυλάξουμε τά πρωτοτόκια τῆς ἰδιοπροσωπίας μας καί τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας, καί συγχρόνως νά μεταλαμπαδεύουμε τά πολύτιμα ἀγαθά τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ στήν Εὐρώπη τῶν λαῶν, ὥστε τελικά νά ἀποτελέσουν αὐτά «τά φῶτα τῆς Εὐρώπης» ἀλλά καί τῆς Οἰκουμένης.

Ὀφείλουμε νά ἔχουμε πάντα στήν ψυχή μᾶς αὐτόν τόν λόγο τοῦ Κόντογλου:

«Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ἔχυσε ὁ δικός μας, ἀπὸ καταβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἴσαμε σήμερα. Κι αὐτὸς ὁ ματωμένος ποταμὸς εἶναι μια πορφύρα ποὺ φόρεσε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, καὶ ποὺ θά ̔πρεπε νὰ τὴν ἔχουμε γιὰ τὸ μεγαλύτερο καύχημα, κι ὄχι νὰ τὴν καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ποτὲ γι ̓ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ντρεπόμαστε νὰ μιλήσουμε γι ̓ αὐτή, σὲ καιρὸ ποὺ δὲ ντρεπόμαστε γιὰ τὶς πιὸ ντροπιασμένες καὶ σιχαμερὲς παραλυσίες ποὺ κάνουνε οἱ ἄνθρωποι στὸν ἀδιάντροπο καιρό μας.».