Θεωρῶ ὡς μεγίστην ἀπρέπειαν καί βλασφημίαν τήν ἐμφιλοχώριση σκέψεων ἤ πεποιθήσεων ὅτι εἰς τό ἱερό μας σῶμα διακρίνονται «ἀμύντορες» τῆς πίστεως καί «μητραλοῖες» τῆς πίστεως, συνεπῶς οἱ παρατηρήσεις μου δέν πηγάζουν ἀπό νοσηρό «μεγαλοϊδεατισμό» ἤ ἀπό ζηλωτική διάθεσι ἀλλά μόνον ἀπό τήν συνειδητότητα τῆς ἐπισκοπικῆς εὐθύνης ἔναντι τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἐμπεπιστευμένου ὑπ’Αὐτοῦ ποιμνίου. Μέ πολύ σεβασμό, ἀγάπη καί τιμή εἰς τά πρόσωπα ὅλων Μακαριώτατε καί Σεβασμιώτατοι ἐπιτρεψατέ μου νά ἀναφέρω ὅτι κατά τήν γνώμη μου ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» εἰς τό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ὑπερέβη τά ἄκρα ὅρια τῆς διακριτικῆς της εὐχέρειας καί ἀπέτυχε τῶν προσδοκιῶν τῆς ἐντολῆς πού ἔλαβε ἀπό τό ἱερό μας σῶμα. Συγχωρῆστε με γιά αὐτόν τόν νομικό ὅρο ἀλλά νομίζω ὅτι ἀποδίδει πλήρως τά πράγματα. Ἡ ἀντιπροσωπεία μας ἦταν ἐντολοδόχος τοῦ ἱεροῦ σώματος καί ὄφειλε ἄχρι τέλους νά καταθέση τήν ἐντολή πού ἔλαβε χωρίς καμμία παθογένεια «διανοίας Κυρίου». Δέν εἶχε καμμία ἐξουσιοδότηση νά μεταβάλη τό περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς καί συγχωρήσατέ με νά εἴπω ὅτι οἱ αἰτιολογίες πού ἠκούσθησαν ὅτι δῆθεν οἱ παρόντες στήν Σύνοδο ἐψήφισαν καί ὅτι ἔπρεπε νά συνταχθοῦν μέ τήν ὁμοφωνία τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνεπέρειστες διότι ἀφ’ ἑνός ἡ ἀντιπροσωπεία ἀσφαλῶς ἐψήφισε ἀλλά ὄφειλε νά ψηφίση ἐντός καί μόνον τῆς ἐντολῆς πού εἶχε καί ἀφ’ ἑτέρου διότι ὅπως ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος εἶχε ἑρμηνεύσει τήν ἔννοια τῆς ὁμοφωνίας μία Ἐκκλησίας μποροῦσε νά ὑποβάλη πρότασι γιά τήν διόρθωση τῶν ψηφισθέντων ἀπό τούς Προκαθημένους κειμένων καί ἄν δέν ἐγένετο δεκτή κατεγράφετο εἰς τά Πρακτικά μή θεωρουμένης τῆς προτάσεως ὡς διασπαζούσης τήν ὁμοφωνία.
Τό ἱερό μας Σῶμα δέν ἀπεδέχθη στό ἐπίδικο κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» τόν ὅρο «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» ὄχι ἀσφαλῶς ἀπό φονταμενταλιστική διάθεσι ἀλλά διότι ὁ ὅρος εἶναι ἀντιφατικός καί ἀπαράδεκτος διότι ἄν ὁμιλοῦμε περί Ἐκκλησίας αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξος καί ἄν ὁμιλοῦμε περί ἑτεροδόξου αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορά Της μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του τόν οὐρανοβάμονα θεῖο Παῦλο, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή Του (Α17-23) μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι: «ἵνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, Ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου». Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατος ἡ ὕπαρξις ἑτεροδόξου Ἐκκλησίας ὅπως εἶναι ἀδύνατος ἡ ὕπαρξις ἑτεροδόξου Χριστοῦ. Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας ταυτόχρονα ἡ πίστις πού τό στόμα τοῦ Παύλου ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μᾶς παραδίδει ὅτι «ἐν τῷ ἅδει οὐκ ἔστι μετάνοια» σχολιάζοντας τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου καί ἡ ὕπαρξι ἑνός ἄλλου σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλή τόν Ἴδιο πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα ὅπως τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς κοινωνίας ἡ ὁποία στήν κατήχησή της ἐκδ. Βατικανοῦ-Κάκτου 1996 καί στήν σελ. 332 μέ τίτλο: «Ὁ τελικός ἐξαγνισμός ἤ τό καθαρτήριο» μᾶς λέγει ὅτι: «Ὅσοι πεθαίνουν χωρίς νά ἔχουν ἐξαγνιστεῖ ὑποβάλλονται μετά τόν θανατό τους σέ ἕναν ἐξαγνισμό γιά νά εἰσέλθουν στήν χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν τόν τελικό ἐξαγνισμό ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνομάζει καθαρτήριο».
Γιά νά συμβιβάση ἡ ἀντιπροσωπεία μας τά ἀσυμβίβαστα ὑπέβαλε τήν πρότασι πού τελικά ἔγινε δεκτή ὅτι δέν ἀναγνωρίζει μέν τήν ὕπαρξι ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» ἀλλά τήν ἱστορική ὀνομασία ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» καί ἀντιλαμβάνεσθε τό ἀνεπέρειστο μιᾶς τέτοιας ἀποφάσεως διότι ὀνομασία ἔχει μόνο κάτι πού ὑπάρχει ἐν χώρῳ καί χρόνῳ. Ἑπομένως ἡ παραδοχή τῆς ὀνομασίας καί ὄχι τῆς ὑπάρξεως προσπαθεῖ νά συμβιβάση τά ἀσυμβίβαστα φαιδροποιόντας τά πράγματα. Θά ἦταν ἐνδεχομένως πιό δόκιμος ὁ ὅρος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τόν ἐκτός Αὐτῆς ἑτερόδοξο Χριστιανικό κόσμο μέ τόν αὐτοπροσδιορισμό πού αὐτός ἐπιλέγει.
Δυστυχῶς οὔτε στό πολύ γιά τήν Ἐκκλησία μας σοβαρό θέμα τῆς χορηγήσεως τοῦ αὐτονόμου δέν κατορθώθη νά καταγραφῆ ἡ ἐντολή τοῦ ἱεροῦ Σώματος διότι κηδόμενοι τῆς Αὐτοκεφαλίας καί τοῦ ἀδιαιρέτου τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μας θά ἔπρεπε νά ἐμμείνωμε στήν καταγραφή τῆς θέσεώς μας καί νά μήν ἀρκεστοῦμε στίς δηλώσεις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μας οἱ ὁποῖες οὐδεμία κανονική καί νομική δέσμευση ἐμπεριέχουν.
Τό κατά τήν ταπεινή μου γνώμη ἀπαράδεκτο τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού ἀπορῶ γιατί ὀνομάζεται Ἁγία ἀφοῦ δέν ἦταν ἑπομένη τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν Συνόδων ὅπως ἐδηλώθη ἀπό τόν Μακ. Ἀλβανίας κ.κ. Ἀναστάσιο χωρίς νά διαφοροποιηθῆ κανείς καί οὐδεμία δογματική ἤ κανονική ἐνασχόλησι εἶχε καί Μεγάλη ἐφ’ ὅσον δέν ἐξεπροσωπήθησαν πάνω ἀπό 200.000.000 ὁμοδόξων ἀδελφῶν (150 Πατρ. Μόσχας, 30 Πατρ. Γεωργίας, 20 Πατρ. Βουλγαρίας καί Πατρ. Ἀντιοχείας), εἶναι ὅτι δέν κατέγνωσε οὐδεμία ὑφισταμένη αἵρεσι στούς καιρούς μας παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν» πού ἔχει Οἰκουμενική ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς ςης καί τήν α΄τῆς Ζης καί δέν ἀπετίμησε ἄν καί ἔλαβε σχετική ἀπόφασι τούς διεξαχθέντας μέ τούς ἑτεροδόξους θεολογικούς διαλόγους ὅπως μετά τῶν Παλαιοκαθολικῶν, τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν τούς ὁποίους ὁ ἐπαΐων Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος μέ τήν διακρίνουσα αὐτόν πεπαρρησιασμένην εὐθυκρισίαν καί τήν δόκιμον ἐπιστημοσύνην κρίνει ὅτι ἔχουν μεταλλαχθῆ ἀπό διάλογος «Ἐκκλησιῶν» εἰς Ἀκαδημαϊκόν διάλογον (Ἐκθεσις περί τῆς γενομένης 14ης Γεν. Συνελεύσεως Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας).
Χάριν τῆς ἀντικειμενικότητος θά ἀναφέρωμεν κάποιες βασικές τροποποιήσεις πού ἔγιναν πρός τήν σωστή κατεύθυνση ἐπισημειώνοντας ὅτι οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας δέν γίνονται γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἑνότητός Της ὅπως ἀπαραδέκτως ἐδηλώθη γιά τήν ὁποία ὑπεραρκοῦν τό κοινόν ποτήριον (συλλείτουργον), τά Δίπτυχα, τά Εἰρηνικά Γράμματα καί ἡ ταυτότης τῶν κανονικῶν ποινῶν. Οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας γίνονται γιά τήν κατάγνωση τῶν ὑφισταμένων αἱρέσεων ἐν τόπῳ καί χρόνῳ καί τόν συντονισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ὀρθοπραξία διά τῆς προβλέψεως ἱερῶν Κανονικῶν διατάξεων. Ὅπως εὐστόχως ἐπισημοιεῖ ἡ Ἱ. Μονή Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους:
«Σέ ἀρκετά σημεῖα τῶν κειμένων προστέθηκε περί τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁ προσδιορισμός «ἑτεροδόξων», ὥστε νά φαίνεται ἡ ἀπόκλισίς των ἀπό τήν Ὀρθόδοξο ἀποστολική Πίοτι. Στήν παραγρ. 21 (τοῦ κειμένου Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον) λέγεται καθαρά ὅτι «αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθούς πίστεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Στό θέμα τῶν διαχριοτιανικῶν διαλόγων προστέθηκε διάταξις νά γίνωνται περιοδικές ἀξιολογήσεις τους (ἐρευνητέον γιατί ὅπως ἀνωτέρω ἀναφέρομεν δέν ἀξιολογήθησαν οἱ μέχρι τοῦδε διεξαχθέντες καί διεξαγόμενοι διαχριστιανικοί διάλογοι).
Στό ζήτημα τῆς (ἀπαραδέκτου) συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε. διευκρινίσθηκε ὅτι ἀποβλέπει στήν προώθησι [ἐνν.μόνον] τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων.
Ἡ οὐνία συμπεριελήφθη στίς ἀπαράδεκτες ἐνέργειες ἤ μεθόδους προσεγγίσεως τῶν χριστιανῶν (χωρίς ὅμως νά στηλιτευτεῖ ἡ Ρωμαιοκαθολική θρησκευτική κοινωνία πού ἔχει ἀναγάγει σέ θεσμό Κανονικοῦ Δικαίου τήν μέθοδο αὐτή).
Ἀπό τήν πρώτη παραγρ. τοῦ κεφ. Β’ τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», ἀπαλείφθηκε ἡ περσοναλιστική ἀναφορά στόν ἄνθρωπο «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων».
Στό ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων μετά ἑτεροδόξων ἀποφεύχθηκε ἡ ρητή ἀναφορά καί δέσμευσις τῆς Συνόδου γιά ἱερολόγησί τους, πού ἀπαγορεύεται σύμφωνα μέ τήν καθολικῆς ἰσχύος διάταξι τοῦ 72ου κανόνος τῆς Πενθέκτης, καί ἴσχυσε «ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας».
Ἔγινε ἀναφορά (στήν Ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου) στίς μεγάλες «καθολικοῦ κύρους» Συνόδους ἐπί ἁγίου Φωτίου (879) καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), στίς ὁποῖες καταδικάζονται αἱρετικά δόγματα, ὅπως τό Φιλόκβε, τό παπικό πρωτεῖο καί ἡ κτιστή Χάρις χωρίς νά ἀναγνωρισθῆ ἡ οἰκουμενική τους περιωπή ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Ἁγίου Φωτίου μέ τήν αὐτοσυνειδησία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε ὡς Ζ΄ Οἰκουμενική τήν Σύνοδο τοῦ 787 καί οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τό 1351 συμπεριελήφθησαν στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, καί στίς μεταγενέστερες πού ἀνέτρεψαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἀπεκήρυξαν τίς προτεσταντικές δοξασίες.
Ὡστόσο δυστυχῶς δέν διορθώθηκαν ἐπαρκῶς τό κείμενα. Ἠμποροῦσε ἑπομένως ἡ Σύνοδος νά διόρθωση ἐπαρκῶς τά προσυνοδικά κείμενα. Ἠμποροῦσε νά ξαναγράψη τό ἐπίμαχο κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους καί νά καθορίση σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀρχές στούς θεολογικούς διάλογους καί στίς λεγόμενες οἰκουμενικές ἐπαφές. Τό κείμενα ἔμειναν ἀσαφῆ, ἀμφίσημα. Ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ ἐπιμάχου 6ου κειμένου διαπιστώνουμε ὡρισμένα σημεῖα, στά ὁποῖα ἡ ἀσάφεια δίνει τήν δυνατότητα διαφορετικῆς ἑρμηνείας του:
1) Γίνεται ἀναφορά σέ ἑτερόδοξες χριστιανικές «Ἐκκλησίες» πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (βλ. παραγρ. 6), καί ἐπίσης στήν ἀλήθεια καί πίστι καί παράδοσι τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς εἰς βάσιν τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν (βλ. παραγρ. 5). Δέν περιγράφεται ὅμως ἡ ἀποστολική ἀλήθεια, πίστις καί παράδοσις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δέν ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἑτεροδοξία τῶν «ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς δισχιλιετοῦς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι δέν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς αἱρέσεις πού σφετερίζονται τήν ἀποστολική ἀλήθεια, εἴτε αὐτές ἀποδέχονται τίς τρεῖς πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους (οἱ Μονοφυσῖται), εἴτε ἔχουν συγκαλέσει εἴκοσι μία (οἱ Ρωμαιοκαθολικοί), εἴτε ἀρνοῦνται νά ἀναγνωρίσουν στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τήν ὅλη ἀποστολική πίστι (οἱ Προτεστάντες).
Ἐπειδή λοιπόν τίς ὀνομάζουμε «ἑτερόδοξες χριστιανικές Ἐκκλησίες» χωρίς νά προσδιορίζουμε σαφῶς τήν ἑτεροδοξία τους (πού τίς ἔχει ὁδηγήσει ἐκτός Ἐκκλησίας, στήν αἵρεσι), εὔκολα ἠμποροῦμε νά διολισθήσουμε στήν ἀντορθόδοξη θεωρία ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί «εὑρίσκονται πλέον ὑπό καθεστώς ὄχι τετελεσμένου σχίσματος ἄλλα διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία)». Αὐτή ἡ θεωρία, ἡ ὁποία ἔχει κερδίσει καί Ὀρθοδόξους θεολόγους, διαστρεβλώνει τήν ἔννοια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (στήν ὁποία συσκευάζει Ὀρθοδόξους καί Ρωμαιοκαθολικούς παρά τίς δογματικές διαφορές), καθώς καί τήν ἔννοια τῆς ἑτεροδοξίας, τήν ὁποία ἀντιλαμβάνεται ὡς διαφορετική διατύπωσι τῆς ἴδιας ἀποστολικῆς πίστεως!
Ἡ ἀσφαλής διεξαγωγή διαχριστιανικῶν διαλόγων χρειάζεται ἕνα καταστατικῆς ἰσχύος κείμενο, πού νά ἀποτυπώνη μέ σαφήνεια τήν διαφοροποίησι τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν αἵρεσι καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αἱρετικές «ἐκκλησίες». Ἡ μορφή τῶν Ἱερῶν Κανόνων Α΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί Α΄καί Β΄τῆς Πενθέκτης μπορεῖ νά ἀποτελέση παράδειγμα.
2) Στήν παραγρ. 20 ἔχουν ἐπισημανθῆ ἐλλείψεις, οἱ ὁποῖες ἀφήνουν χῶρο στήν βαπτισματική θεολογία καί στήν ἀναγνώρισι ἐκκλησιαστικότητος στούς ἑτεροδόξους.
3) Εἶναι ἐντελῶς ἀσαφής ἡ παραγρ. 23, ἡ ὁποία λέγει ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης». Δέν διευκρινίζεται μέχρι ποῦ ἐπιτρέπεται νά φθάσουν οἱ πράξεις αὐτές καί βάσει ποίων Ἱερῶν Κανόνων, ὥστε νά ἐκδηλώνεται μέν ἡ ψυχική μας εὐγένεια καί τό ἐνδιαφέρον μας γιά τήν σωτηρία τους, νά διασφαλίζεται δέ ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογική συνείδησις. Λείπουν δηλαδή διατάξεις οἱ ὁποῖες θά ἀπέτρεπαν πράξεις καί δηλώσεις (συμπροσευχές, λειτουργικούς ἀσπασμούς κ.λπ.), πού ἐμφανίζουν τούς ἑτεροδόξους ὡς ἐκκλησία μέ αὐθεντικό Βάπτισμα, Ἱερωσύνη καί σώζουσα Χάρι καί ἀνατρέπουν καί ἀκυρώνουν ἐν τῇ πράξει τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν (ἀπαράδεκτη) κανονικῶς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. εἶναι θετική ἡ δήλωσις τοῦ συνοδικοῦ κειμένου ὅτι αὐτές «συμβάλλουν [σ.σ. ἐννοεῖται μόνον] εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων» ὅπως ἀνωτέρω σχολιάσαμε. Ὅμως ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. θεμελιώνεται στήν «Δήλωσι τοῦ Τορόντο» (παραγρ. 19), κείμενο ἐκκλησιολογικῶς πολύ προβληματικό. Τίθεται σοβαρά τό ἐρώτημα ἄν, μέ τά σοβαρά της προβλήματα ἡ «Δήλωσις τοῦ Τορόντο» ἔχει ἀποκτήσει συνοδικῶς κῦρος καταστατικοῦ κειμένου ἀναφορᾶς γιά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον στό συνοδικό κείμενο ἐπιβεβαιώνεται ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε., χωρίς νά ἀπαγορεύωνται ρητῶς οἱ «διομολογιακές συμπροσευχές», πού προτάθηκαν ἀπό τήν Εἰδική Ἐπιτροπή γιά τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. καί ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό τήν Ὁλομέλεια του τό 2006 (Porto Alegre), καί χωρίς νά ἐπικρίνωνται καί νά ἀπορρίπτωνται κάποιες κοινῶς (καί ἀπό τούς μετέχοντας Ὀρθοδόξους) ἀποδεκτές ἀντορθόδοξες περί Ἐκκλησίας καί Βαπτίσματος ἀπόψεις τοῦ Π.Σ.Ε.
4) Στήν παραγρ. 11 λέγεται ὅτι, διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνία ἐπί ἑνός θέματος, δέν διακόπτονται. Ἀντίθετα, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς διαφωνίας, συνεχίζονται. Ἀναμφιλέκτως εἶναι σωστό νά ὁλοκληρώνεται ἕνας διάλογος παρά τίς δυσχέρειες. Ὅμως ἡ συνέχισις ἤ ἡ διακοπή ἑνός διαλόγου δέν εἶναι μόνον πρακτικό θέμα, ἀλλά ἔχει καί ἐκκλησιολογική καί σωτηριολογική σημασία. Οἱ ἄκαρποι διάλογοι συντελοῦν στό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων πού μετέχουν σέ αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Τί σημαίνει ἑπομένως ὅτι οἱ διάλογοι συνεχίζονται; Σχετικά μέ τό μεῖζον θέμα τῆς Οὐνίας π.χ. Ἀρκεῖ ἡ ἁπλή (καί ἐπαινετή) παράθεσις τῆς λέξεως «οὐνία» (παραγρ. 23) μεταξύ τῶν μορφῶν ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ὅταν ἡ Οὐνια εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό πρόβλημα πού ἔπρεπε νά λυθῆ πρίν ἀπό τήν ἔναρξι τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου; Πῶς θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός ἀνταγωνισμός ἤ ὡς ἐκκλησιολογική ἐκτροπή πού ἀκυρώνει τήν σωτηρία;
5) Οἱ παραγρ. 4, 5 καί 6 καθιερώνουν τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς διαχριστιανικούς διάλογους καί στήν Οἰκουμενική Κίνησι μέ τήν διαβεβαίωσι ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἕν τῇ Μίᾳ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ… ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παραγρ. 4).
Τό ἐρώτημα εἶναι μέ ποιές ἐκκλησιολογικές ἀρχές ἔχουμε διασφαλίσει τήν συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στούς σημερινούς διαχριστιανικούς διάλογους, ὥστε αὐτή νά εἶναι συνεπής πρός τήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι. Καί στίς σημερινές ἱστορικές συνθῆκες, ὅπως καί στίς παλαιότερες (Λατινοκρατία τοῦ 13ου αἰῶνος, Propaganda Fidei τοῦ 16ου-18ου αἰῶνος), τό ἀσφαλές κριτήριο Ὀρθοδόξου διαλόγου εἶναι νά διατηρῆται ἀναλλοίωτη ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότης τῶν Ὀρθοδόξων. Κάποτε ἐπρόκειτο γιά ἄρνησι νά ὑποταχθοῦμε στήν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Κατόπιν ἐπρόκειτο γιά ἄρνησι τῆς Οὐνίας, δηλαδή νά μνημονεύουμε τόν Πάπα ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρόκειται γιά ἄρνησι νά «ἀλληλοαναγνωρισθοῦμε ὡς Ἐκκλησίες», ὅπως θέλει ἡ Οἰκουμενική Κίνησις τοῦ 20ου αἰῶνος.
Δέν διακηρύσσεται σαφῶς στό συνοδικό κείμενο, ὅτι οὐδεμία ἄλλη χριστιανική κοινότης εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν δογματική ἔννοια τοῦ ὄρου, παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξος. Δέν ἐπετεύχθη οὔτε προσυνοδικῶς οὔτε στήν Σύνοδο νά περιληφθῆ στήν παραγρ. 1 τοῦ 6ου κειμένου ἡ ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία ὅμως τῆς ἔννοιας αὐτῆς συνιστᾶ πολύ σημαντική ἔλλειψι. Ἡ μετακίνησις τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησιολογίας ἀπό τήν ἀντίληψι τῆς «ἀποκλειστικότητος» (πρό τῆς Β’ Βατικανῆς) στήν σύγχρονη ἀντίληψι τοῦ Συντάγματος Lumen Gentium, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «substitit» εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν (ἀνήκει, ἐνυπάρχει, ὄχι εἶναι ἡ Ἐκκλησία), ὑποδηλώνει ἕνα κίνδυνο πού πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποφύγουμε τονίζοντας τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά οἰκουμενικά συνέδρια, ὅταν κατέθεταν κοινή Δήλωσι, ἐτόνιζαν τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Μίας Ἁγίας. Π.χ. στήν Λούνδη τό 1952: «Αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καί μόνη Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων. Οὕτως αὕτη μόνη δύναται νά καθορίζη τήν πίστιν. Καί εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις τῆς μοναδικότητας της». Καί ὁ ἴδιος ὁ Παναγιώτατος ἐδήλωσε στόν πάνσεπτο Ἱερό Ναό τοῦ Πρωτάτου τήν 21η Ὀκτωβρίου 2008: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι αὐτή μόνη ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».
6) Εἶναι προφανής ἡ ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στήν διακήρυξι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία… οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παραγρ. 1), καί στά πεπραγμένα τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ἀπό τήν ἐποχή πού πρωτοσυντάχθηκε αὐτή ἡ διατύπωσις (Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 1986) μέχρι σήμερα, καί παρότι εἶχε τονισθῆ ἀπό τότε ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δίδεται «ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της», ἔχουν γίνει θεολογικές συμφωνίες, οἱ ὁποῖες δέν ἑδράζονται στήν ἀποστολική πίστι καί παράδοσι. Τέτοιες εἶναι π.χ. ἡ συμφωνία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων ἐπί τῆς Χριστολογίας (1989, 1990)- ἡ συμφωνία ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας στό Μπαλαμάντ (1993), ἡ ὁποία συνόψιζε τίς συμφωνίες τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν στό Μόναχο (1982), στό Μπάρι (1986), στό Νέο Βάλαμο (1988), ποῦ ἀφοροῦσαν τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν (ἀποστολική πίοτι, ἀποστολική διαδοχή, αὐθεντικά μυστήρια) καί ἡ συμφωνία στήν Ραβέννα (2007) γιά τήν ὕπαρξι δῆθεν πρωτείου ἑνός ἐπισκόπου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, ἡ ὁποία εὐτυχῶς ἀκόμη δέν ἔχει εὐδοκιμήσει.
Τό συνοδικό κείμενο γίνεται ἀσαφέστερο μέ τήν ρητή διαβεβαίωσι τῆς Ἐγκυκλίου ὅτι οἱ «ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως». Ἐάν οἱ ἀνωτέρω θεολογικές συμφωνίες δέν εἶναι «συμβιβασμός εἰς ζητήματα πίστεως», διερωτώμεθα τί εἶναι συμβιβασμός καί ποιός εἶναι ὁ «δογματικός μινιμαλισμός» πού ἀπορρίπτεται μέ τήν διατύπωσι τῆς Ἐγκυκλίου; «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς δογματικῆς παραδόσεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους της» (παραγρ. 20)!
Ἀπό τίς ἀνωτέρω ἕξι ἐπισημάνσεις συνάγεται ὅτι τό κείμενο τῶν σχέσεων πρός τόν λοιπόν χριοτιανικόν κόσμον προσανατολίζεται πρός συνοδική κατοχύρωσι τῆς γραμμῆς τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας χωρίς τίς ἀπαραίτητες βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Διερωτᾶται κανείς: Πόσο εὔκολα θά μποροῦσε ἡ γραμμή αὐτή νά ὀνομασθῆ «Ὀρθόδοξος οἰκουμενισμός» (π. Δημήτριος Στανιλοάε), ἤ πρόσκλησις γιά «παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ);
Οἱ ἀστοχίες κατά τούς διαχριοτιανικούς διάλογους τοῦ παρελθόντος δέν εὐνοοῦν μία θετική ἀπάντησι. Χρειαζόταν τώρα ἕνα κείμενο μέ ἁγιοπατερική πνοή, τό ὁποῖο δέν θά ἄφηνε περιθώρια στόν ἑτερόδοξο οἰκουμενισμό (θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καί τῶν «δύο πνευμόνων», ἀναγνώρισις ἑτεροδόξου βαπτίσματος καί ἱερωσύνης, κοινή χριστολογική πίστις μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους, ἀποδοχή τῆς βατικανείου «Clarification», συνυπογραφή εἰδικῶν κειμένων περί Ἐκκλησίας τοῦ τμήματος Πίστις καί Τάξις τοῦ Π.Σ.Ε. κ.λπ., καί σχετικές «ἐθιμοτυπικές ἐκκλησιαστικές» ἐκδηλώσεις πού τά ἐπιβεβαιώνουν). Ἕνα τέτοιο κείμενο θά στόχευε στήν ἐπιστροφή τῶν ἑτερόδοξων στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἔδειχνε ὅτί δέν ἀναγνωρίζουμε ἐν τῇ πράξει στίς ἑτερόδοξες «ἐκκλησίες» ἐκκλησιαστικότητα (ὅτι εἶναι ἐκκλησίες μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου) ἀφήνοντας τούς ἑτεροδόξους στίς πλᾶνες τους.
Τό συνοδικό κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους παρουσιάζει ἔλλειμμα ἐκκλησιολογικῆς ἀκριβείας. Ἀναπόφευκτα αὐτό θά φανῆ κατά τίς μελλοντικές οἰκουμενικές ἐπαφές. Σέ αὐτές θά ἐφαρμοσθῆ πρακτικά τό πνεῦμα τοῦ κειμένου. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον οἱ διαχριοτιανικοί διάλογοι νά ξαναρχίσουν ἀπό κάποιο «σημεῖο μηδέν» μίας καθαρῆς Ὀρθοδόξου Ἔκκλησιολογίας. Ἐνδέχεται ὅμως νά οἰκοδομηθοῦν στά κεκτημένα τοῦ παρελθόντος, τά ὁποῖα οὔτως ἤ ἄλλως καταμαρτυροῦν παρεκκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ συνοδικοῦ κειμένου περί τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά φανῆ καί σέ δύο ἄλλες πλευρές τῶν οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν:
Ἡ μία πλευρά εἶναι οἱ οἰκουμενιστικοί συγχρωτισμοί, δηλαδή οἱ λειτουργικοί ἀσπασμοί, οἱ συμπροσευχές, οἱ εὐλογίες Ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀπό αἱρετικούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ κοινές ἐκδηλώσεις Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων προκαθημένων καί κληρικῶν, μέ τίς ὁποῖες ἀμβλύνεται τό Ὀρθόδοξο κριτήριο καί προωθεῖται ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός. Θά συνεχισθοῦν ἤ θά παύσουν;
Ἡ δεύτερη πλευρά ἀφορᾶ τίς θεολογικές μελέτες, τά θεολογικά ἐπιστημονικά συνέδρια, καί ὅ,τι ἄλλο στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο προωθεῖ τούς διαχριστιανικούς διάλογους πρός τήν πλευρά τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τά ὁποῖα ἔχουν ἐνίοτε «ἀξιοποιηθῆ» ἀπό ἐκκλησιαστικούς φορεῖς. Ἔστωσαν ὡς παραδείγματα ἡ θεολογική παραγωγή πού ἐπί χρόνια ἐμφανίζει τούς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους στήν Χριστολογική τους διδασκαλία, ἡ περιβόητη παπική «Clarification» πού ἐξισώνει τό Φιλιόκβε μέ τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπόρευσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ θεολογικές μελέτες πού ὑποστηρίζουν ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν ἑτερόδοξων. Μέ ποιά ἄραγε ἐκκλησιολογικά κριτήρια θά γίνεται ἀποδεκτή ἡ θεολογική αὐτή συμβολή;
Τά προσυνοδικά κείμενα ἦσαν φορτισμένα μέ τήν γνωστή προϊστορία τους καί τίς ἐλλείψεις τους. Προϋπέθεταν καί ἀντανακλοῦσαν τήν ἱστορία τῶν διαχριστιανικῶν θεολογικῶν διαλόγων, ἀποφάσεων καί συμφωνιῶν. Δέν ἦταν σωστό νά ἑρμηνευθοῦν καθ’ ἑαυτά καί ἀφ’ ἑαυτῶν.
Ἡ Σύνοδος ἀναμφιβόλως βελτίωσε τά προσυνοδικά κείμενα. Τά τελικά ὅμως συνοδικά κείμενα παρουσιάζουν ἀκόμη ἀσάφειες. Δέν πῆραν «καθολική μορφή», μέ τήν ὁποία θά μποροῦσαν νά συντελέσουν στήν «καθολική ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποκτήσουν τήν ἀναμενόμενη «καθολική ἰσχύ».
Οἱ προσδοκίες μας ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο δέν ἐκπληρώθηκαν, παρά τίς βελτιώσεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, θά θέλαμε οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νά ἠμποροῦν νά περιληφθοῦν στό Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας».
Ἐπιπροσθέτως τίθεται ἕνα μεῖζον θέμα πού ὁ Σεβ. Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεος μέ τήν διακρίνουσα αὐτόν σοφία καί πιστότητα μᾶς ἀνέφερε κατά τήν ἱερατική σύναξη τῆς Μητροπόλεώς μας τήν 10/11/2016 μέ θέμα τήν ἐνημέρωση τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου περί τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Τό οὐσιῶδες ζήτημα εἶναι οἱ πεποιθήσεις ἀδελφῶν Ἀρχιερέων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅτι ἡ ἀληθής πίστις δέν ἀποτελεῖ ἀπόλυτο προϋπόθεση γιά τήν μετοχή στήν ἄκτιστη χάρι τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθές βάπτισμα, μυστηριακή δομή, ἀποστολική διαδοχή καί ἱερωσύνη καί ἑπομένως καί ἡ αἵρεση εἶναι καί αὐτή «ὁδός πρός σωτηρίαν». Οἱ θέσεις ὅμως αὐτές ἀνατρέπουν πλήρως τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καί ἀποτελοῦν καθαρή ὑποβολή τοῦ διαμονικοῦ περιπαίγματος πρός ἀνατροπή τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Ἑπομένως οἱ συγκεκριμένοι ἐμφοροῦνται ἀπό τήν αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ καί ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιά τό Ἐκκλησιαστικό σῶμα ἀλλά καί τραγικό ἄλλοθι γιά τήν ἐμμονή τῶν κακοδόξων στήν αἵρεσή τους. Αὐτά βέβαια θά ἀποδειχθοῦν ἀπό τήν δημοσίευση τῶν πρακτικῶν τῆς Συνόδου καί τότε θά τεθῆ τό τεράστιο θέμα. Μποροῦμε νά ἔχουμε κοινωνία μέ ἐμφορουμένους ἀπό τέτοιες κακοδοξίες μή διακινδυνεύοντες τήν σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καί τηροῦντες τούς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης μας;
Ἔχω ἐν κατακλείδι τήν ταπεινή γνώμη μετά τήν παράθεσι τῶν ἀνωτέρω ὅτι ἡ λεγομένη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς μία προσυνοδική διαδικασία καί μόνον καί νά ἐργασθοῦμε ὅλοι ὥστε νά συγκληθῆ μία ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πού θά θεραπεύση ἀστάθειες καί ἀσάφειες καταδικάζουσα τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί διακηρύσσουσα παγκοσμίως ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας καί μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ